Power

Το φλερτ στο γραφείο και η πολιτική ορθότητα – Της Πηνελόπης Θεοδωρακάκου

Photo by Charles Deluvio on Unsplash

Όταν πρόσφατα άνοιξε δημοσίως και στην Ελλάδα η συζήτηση για τη σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους εργασίας, και όχι μόνο, μια από τις πρώτες προκλήσεις που κληθήκαμε ως κοινωνία να αντιμετωπίσουμε ήταν, όπως σχεδόν σε κάθε περίπτωση που διαταράσσεται για τα καλά το status quo, η αμφισβήτηση των γεγονότων. «Γιατί τώρα και όχι τότε;», «Μήπως είχε κάτι να κερδίσει κι εκείνη, όμως;», «Τι δουλειά είχε εκεί;» κι άλλα τέτοια ερωτήματα κατέκλυσαν το δημόσιο διάλογο, αλλά και τις συζητήσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών σε ιδιωτικά περιβάλλοντα –  παρέες, σπίτια, εταιρείες και οργανισμούς.

Αυτού του είδους τα ερωτήματα φαίνεται να αμφισβητούν όχι μόνο τις ίδιες τις εμπειρίες των θυμάτων, αλλά και τους λόγους που αποφασίζουν να μιλήσουν, τα κίνητρά τους, την προσωπικότητα και το χαρακτήρα τους. Μοιάζει πολλές φορές λες και το αίτημα για δικαιοσύνη, για αποκατάσταση της αλήθειας, ή, έστω, για την αφήγηση της ίδιας της ιστορίας, ως προειδοποίηση, ως ενημέρωση, ως κάθαρση, αλλά και ως ένδειξη συμπαράστασης σε άλλες και σε άλλους, σαν ένα τεράστιο πανό που γράφει «Δεν είσαι μόνη/ος. Έχει συμβεί και σε μένα.», να μην είναι αρκετό.

Ωστόσο, υπάρχει κι η άλλη, πολύ μικρή αλλά υπαρκτή, μερίδα ανθρώπων που κάνουν τα ίδια ερωτήματα προσπαθώντας να καταλάβουν καλύτερα, να ενημερωθούν πιο σφαιρικά. Αυτή η ομάδα ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, θέτοντας ερωτήματα όπως αυτά που αναφέρονται παραπάνω, κάνει ενδεχομένως μια ειλικρινή προσπάθεια, και μάλλον υποσυνείδητη, να ξεριζώσει παλιές πατριαρχικές απαντήσεις και να τις αντικαταστήσει με νέες, που δεν στηρίζουν μόνο τις υπάρχουσες δομές εξουσίας, που δεν ρίχνουν το φταίξιμο στη συμπεριφορά ή/και τα ρούχα του θύματος, που απαιτούν το σχεδιασμό και την εφαρμογή νέων μέτρων, πολιτικών, αλλά και αλλαγή κουλτούρας.

Αρκετά ψηλά στην λίστα των ερωτήσεων – φόβων που συζητιούνται χρόνια τώρα σε σχέση με την σεξουαλική παρενόχληση είναι ο φόβος μην έχουμε χάσει, ή χάσουμε στο άμεσο μέλλον, το χιούμορ μας, τη δυνατότητα δηλαδή, εν προκειμένω, να ενοχλούμε επί της ουσίας συναδέλφους και συναδέλφισσες με σεξουαλικά υπονοούμενα ή/και χαρακτηρισμούς γελώντας εις βάρους τους και όχι μαζί τους.

Η προέκταση αυτού του «φόβου» είναι η ανησυχία ότι δεν θα μπορούμε να φλερτάρουμε πια, να κάνουμε ένα κομπλιμέντο, να προτείνουμε σε ένα άτομο που συνεργαζόμαστε να πάμε για καφέ. Και συνεχώς, σε αυτό το χρονικό σημείο της όποιας συζήτησης, αρχίζουν και παρατίθενται τα τόσα παραδείγματα ανθρώπων που ξέρουμε ότι γνωρίστηκαν γιατί εργάζονταν στο ίδιο περιβάλλον.

Όλα αυτά μαζί, στον πυρήνα τους, εμπεριέχουν τον μεγάλο φόβο της απόλυτης πολιτικής ορθότητας. Ότι δηλαδή στον βωμό του πολιτικά ορθού, θυσιάζουμε την κανονικότητα μας, τα αστεία και αυτή που οριζόταν ως τώρα “νορμάλ, συναδελφική συμπεριφορά”.

Ότι κινδυνεύουμε να δημιουργήσουμε εξαιρετικά αυστηρές οργανωσιακές κουλτούρες, οι οποίες θα έχουν ρόλο αστυνόμευσης της πολιτικής ορθότητας των εργαζομένων τους, ξεχνώντας ότι οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες είναι άνθρωποι που έχουν δικαίωμα να λένε «αθώα» αστεία μεταξύ τους, να πειράζουν ο ένας την άλλην και, μην ξεχνάμε, να ανταλλάσσουν κομπλιμέντα.

Εξετάζοντας, πολύ σύντομα, τα αποτελέσματα και τις συνέπειες αυτής της συμπεριφοράς που δεν θέλουμε να διαταράξουμε, θα συναντήσουμε εργαζόμενες που αισθάνονται, το λιγότερο, άσχημα ακούγοντας τα «αθώα» σεξιστικά αστεία των συναδέλφων τους.

Θα συναντήσουμε εργαζόμενες που φοβούνται να πάνε μέχρι τον εκτυπωτή γιατί ξέρουν τα βλέμματα που θα συναντήσουν στο δρόμο τους και τα σχόλια που θα ακούσουν (ή θα ειπωθούν ερήμην τους) για το ντύσιμο, το σώμα, ακόμα και για τον τρόπο που περπατάνε.

Αλλά και εργαζόμενες που ενώ ξέρουν ότι αυτό που τους συμβαίνει δεν είναι σωστό, ότι δεν θα έπρεπε να αισθάνονται άβολα στο χώρο εργασίας τους, εντούτοις δεν τους έχουν δοθεί τα εργαλεία ούτε να το αποσαφηνίσουν, άρα να το ορίσουν, ούτε να κάνουν κάτι για αυτό. Εργαζόμενες που χαρακτηρίζονται ως, το λιγότερο, υπερβολικές ή υπερευαίσθητες όταν εκφράζουν την αγανάκτησή τους, τα παράπονα και τους προβληματισμούς τους.

Είναι από τις περιπτώσεις που η αλήθεια δεν βρίσκεται κάπου στη μέση. Η δουλειά μας, και η δουλειά των επιχειρήσεων και των οργανισμών, δεν είναι να βρεθεί η χρυσή τομή όπου όλα, σε ένα βαθμό, θα είναι αποδεκτά. Η δουλειά και η υποχρέωσή μας είναι να δημιουργούμε περιβάλλοντα εργασίας που κανείς και καμία δεν αισθάνονται άβολα και κουλτούρες μέσα στις οποίες θα συνυπάρχουν άτομα γνωρίζοντας ότι είναι η απόλυτη ευθύνη τους να μην λένε ή κάνουν οτιδήποτε που μπορεί να φέρει σε δύσκολη θέση κάποιον ή κάποιαν στην ομάδα τους ή εκτός.

Αυτό σίγουρα έχει ήδη ως αποτέλεσμα, σε πολλές περιπτώσεις, να σχεδιάζονται και να εφαρμόζονται πιο αυστηρά πλαίσια συμπεριφορών, να αλλάζει σιγά σιγά το τι είναι αποδεκτό ως αστείο, τι είναι προσβλητικό, τι πρέπει επιτέλους να απορρίψουμε ως μη αποδεκτή συμπεριφορά. Το οποίο με τη σειρά του έχει ως συνέπεια να διαμορφώνονται πλαίσια εργασίας πιο ασφαλή, συμπεριληπτικά και ισότιμα.

Αν θέλουμε, λοιπόν, να είμαστε ειλικρινείς, ο φόβος και η σύγχυση περί πολιτικής ορθότητας δεν είναι παρά μια ακόμη μορφή αντίστασης στην αλλαγή και στους νέους κοινωνικούς κώδικες που έρχονται πια να αντικαταστήσουν τους παλαιότερους.

H Πηνελόπη Θεοδωρακάκου, είναι συνιδρύτρια του οργανισμού Women On Top και πιστοποιημένη Personal and Business Coach

 

Διαβάστε επίσης:

Τι συμβαίνει με την τηλε-παρενόχληση;

#timeforchange: Η νέα στήλη του Women on Top γύρω από τα θέματα της σεξουαλικής βίας και παρενόχλησης αλλά και της ισότητας στην εργασία

«Είμαι επικίνδυνη»: 100 Ελληνίδες ενώνουν τις φωνές τους για τη μητρότητα, την ισότητα, το φεμινισμό

Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση