Fashion

Μπαλέτο και Μόδα: Μία ιστορία αιώνιας αγάπης

Πηγή φωτογραφίας Instagram @nycballet

Το μπαλέτο και η μόδα αποτελούν δύο τέχνες με κοινές… λατρείες. Και οι δύο αγαπούν και υμνούν την κομψότητα, την ομορφιά και τα φαντασμαγορικά shows. Όταν, μάλιστα, ενώσουν και τις δυνάμεις τους μετουσιώνονται σε ένα δυναμικό «καλλιτεχνικό δίδυμο», που γράφει ιστορία. Βέβαια, ο μεγάλος τους «έρωτας» ξεκίνησε μόλις τον 20ο αιώνα, με εμβληματικούς σχεδιαστές, όπως ο Κριστιάν Ντιόρ, η Κοκο Σανέλ και ο Ζακ Φαθ, να σχεδιάζουν μοναδικά κοστούμια για ιστορικά μπαλέτα.

Μπορεί να προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως οι δύο τέχνες δεν ένωσαν τις δυνάμεις τους πιο νωρίς, όμως είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως στην αρχή μόνο άνδρες συμμετείχαν στις χορογραφίες. Άλλωστε, η γέννηση του μπαλέτου χρονολογείται τον 15ο αιώνα, στην Ιταλία της Αναγέννησης και πιο συγκεκριμένα στις αριστοκρατικές αυλές. Τον 16ο αιώνα, η Αικατερίνη των Μεδίκων, μια Ιταλίδα αριστοκράτισσα, σύζυγος του βασιλιά της Γαλλίας, ξεκίνησε να προωθεί το μπαλέτο στα γαλλικά παλάτια. Έτσι, το μπαλέτο αναπτύχθηκε περαιτέρω, υπό την επιρροή των Γάλλων αριστοκρατών.

Οι δεξιώσεις οδήγησαν στη δημιουργία του ballet de cour, ενός προγράμματος που περιλάμβανε χορό, διακόσμηση, κοστούμια, τραγούδι, μουσική και ποίηση. Οι χορευτές αυτών των εκδηλώσεων ήταν κατά κύριο λόγο ευγενείς ερασιτέχνες, καθώς το μπαλέτο εκείνη την περίοδο χρησιμοποιούνταν κυρίως για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων. Ο μονάρχης που παρουσίαζε τις παραστάσεις είχε την ευκαιρία να αναδείξει επιπλέον τον πλούτο του, τη δύναμή του και τη μεγαλοπρέπειά του.

Τα περίτεχνα κοστούμια είχαν ως σκοπό να εντυπωσιάσουν τους θεατές, όμως συχνά εμπόδιζαν την ελευθερία κινήσεων των χορευτών. Αποτελούσαν μία παραλλαγή της αριστοκρατικής ένδυσης και για αυτό ήταν αρκετά βαριά για τις κινήσεις τους. Στους επόμενους αιώνες, κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου, το κύρος του μπαλέτου σταδιακά ανέβηκε με αποτέλεσμα να θεωρείται και επάγγελμα. Τότε ήταν και η στιγμή που οι γυναίκες έγιναν αναπόσπαστο μέρος του.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα κοστούμια των μπαλαρίνων βρίσκονταν σε απόλυτη αρμονία με τις τάσεις της εποχής. Στόχο είχαν να επιτρέψουν την ελευθερία των κινήσεων και να αναδείξουν τις τεχνικές των χορευτών. Παρ΄όλα αυτά, λόγω της γραμμής τους που είχε ως σκοπό να  αναδεικνύει φυσικά τα σώματα των χορευτών, θεωρούνταν, κατά κάποιο τρόπο, ντροπιαστικό θέαμα. Η κοινωνία, θεωρούσε πως καμία ευυπόληπτη γυναίκα δεν θα εμφανιζόταν ποτέ στη σκηνή, ούτε θα ακολουθούσε το επάγγελμα της μπαλαρίνας. Για αυτό και η μόδα των κοστουμιών τους δεν έγινε παράδειγμα, ούτε λατρεύτηκε ιδιαίτερα ανάμεσα στις υπόλοιπες γυναίκες εκείνης της εποχής.

Το μπαλέτο γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα και ανυψώθηκε σε μια αξιοσέβαστη μορφή τέχνης μόλις τη δεκαετία του 1830, χάρη στην πιο διάσημη μπαλαρίνα της εποχής, τη Μαρία Ταγλιόνι, η οποία κέρδισε το γυναικείο κοινό δημιουργώντας «λεγεώνες» με οπαδούς. Η Μαρία Ταλιόνι ήταν εκείνη που καθιέρωσε τις πουέντ, στο μπαλέτο «Συλφίδα» το 1832. Μετά την πρώτη παράσταση του η χορεύτρια έμεινε για πάντα ως η «Συλφίδα» στα μάτια του κοινού ολόκληρης της Ευρώπης, ενώ επηρέασε ακόμα και τη μόδα της εποχής.

Αμέσως μετά τις παραστάσεις της φορέθηκαν τουρμπάνια Συλφίδας και υιοθετήθηκαν τα χτενίσματα Συλφίδας. Ακόμα, η ίδια καθιέρωσε και και τις φούστες tutu. Άλλωστε, τότε η εποχή του Ρομαντισμού επηρέαζε κάθε μορφή της τέχνης, με τους χορευτές των μπαλέτων να τυλίγονται μέσα σε διαφανείς μουσελίνες, στριφογυρνώντας στις μύτες των ποδιών τους. Το κοστούμι της, λοιπόν, αποτελούνταν από μια λευκή φούστα με μήκος μέχρι τον αστράγαλο που σχεδίασε ο Eugene Lami και η οποία σήμερα είναι γνωστή ως ρομαντική tutu.

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι από τα τέλη του 1800 η tutu γινόταν όλο και μικρότερη έτσι ώστε η μπαλαρίνα να μπορεί να κινείται πιο εύκολα και ταυτόχρονα να φαίνονται τα πόδια της.

Αρκετά αργότερα μέσα στον 19ο αιώνα, παρουσιάζονται όλο και περισσότερα μεγάλα σύνολα χορευτών με ιδιαίτερες απαιτήσεις για μεγάλη ποσότητα κοστουμιών και ειδικά υφάσματα. Έτσι, δημιουργείται η πρώτη βιοτεχνική παραγωγή υφασμάτων για χορό.  Ο 20ος αιώνας, όμως, θα είναι αυτός που το μπαλέτο και η Υψηλή Ραπτική θα «γνωριστούν».

Στις πρώτες δεκαετίες, χορεύτριες όπως η Ισιδώρα Ντάνκαν, που λάτρευε τα αρχαιοελληνικά πέπλα, η Λόι Φούλερ, η οποία χόρεψε με κοστούμια από μετάξι που φωσφόριζαν, και η Ρουθ Σαιντ-Ντενίς, που χρησιμοποίησε παραλλαγές εθνικών ανατολικών ενδυμασιών, έδωσαν έναν άλλο χαρακτήρα τόσο στον χορό όσο και στα κοστούμια του, μαγνητίζοντας τα βλέμματα και το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινότητας.

Το 1909, το Παρίσι υποδέχεται τα Ρωσικά Μπαλέτα του Σεργέι Ντιανγκίλεφ και την επανάσταση που έφεραν στη μόδα. Την εποχή εκείνη η μόδα χαρακτηριζόταν από στενούς κορσέδες, κάθετες γραμμές και παστέλ αποχρώσεις. Η παράσταση των Ρωσικών Μπαλέτων «Κλεοπάτρα» το 1909 και η παράσταση «Σεχραζάντ» ένα χρόνο αργότερα, με τα κοστούμια τους που έσφυζαν από ανατολίτικη χλιδή, έμελλε να αλλάξουν το στυλ αυτό. Οι Παριζιάνες υιοθέτησαν με ενθουσιασμό την ανατολίτικη αισθητική φορώντας κομμάτια με απαλές πτυχώσεις και ανάλαφρες φούστες, που στένευαν στους αστραγάλους. Τα υφάσματα έγιναν πιο πλούσια, με έντονα, βαθιά χρώματα και χάντρες. Αυτά τα σχέδια μάγεψαν και πολλούς σχεδιαστές, όπως τον Γάλλο Couturier Πολ Πουαρέ.

Μετά τις διθυραμβικές κριτικές για τις παραστάσεις των μπαλέτων του, ο Ντιανγκίλεφ συνεργάστηκε με σπουδαίους σχεδιαστές προκειμένου να ντύσει τον θίασο του, επηρεάζοντας ακόμα περισσότερο τη μόδα. Μια από τις διασημότερες συνεργασίες του είναι αυτή με την Κοκό Σανέλ. Η ίδια σχεδίασε τα κοστούμια για την παραγωγή «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» (1920), ενώ αργότερα έραψε και εκείνα για τις παραστάσεις του Βάτσλαβ Νιζίνσκι «Le Train bleu» και «Orphée and Oedipe Roi».

Ανάμεσα στους σχεδιαστές, που δημιούργησαν περίτεχνα και πρωτότυπα κοστούμια για το μπαλέτο, ξεχωρίζει δικαιωματικά η Μπάρμπαρα Καρίνσκα (1886 – 1983), η οποία εργάστηκε για το μπαλέτο της Νέας Υόρκης για πολλά χρόνια. Τα κοστούμια της έμεινα στην ιστορία για την ποιότητα και την φαντασία τους.

Οι σχεδιαστές, όμως, δεν έμειναν μονάχα στο σχεδιασμό των κοστουμιών, καθώς πήραν κομμάτια τους και τα πρόσθεσαν στις συλλογές τους. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι τα σχέδια των Τζανίν Λανβέν, Κριστιάν Ντιόρ και Μαντλέν Βιονέτ από τις δεκαετίες του ’20 έως του ΄50.

Τα σχέδια με έμπνευση από το μπαλέτο αλλά και τα ίδια τα κοστούμια των παραστάσεων του απασχόλησαν και το Τύπο, με την Vogue να αφιερώνει αμέτρητες σελίδες σε αυτά. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του ΄70 η δημοτικότητα των μπαλαρίνων όπως επίσης και η τέχνη του μπαλέτου παραγκωνίστηκαν. Tα πρότυπα της τέχνης αυτής δεν ταίριαζαν με εκείνα της νεολαίας που πολεμούσε για την ισότητα των φύλων. Η μόδα, ωστόσο, δεν έχασε τον θαυμασμό μαζί του.

Ακόμα και σήμερα μεγάλοι οίκοι ενώνουν τις δυνάμεις τους με τη σκηνή του μπαλέτου στηρίζοντας το. Οι Chanel, Dior, Balmain, Vivienne Westwood, Valentino, Viktor and Rolf και Iris Van Herpen δίνουν το παρών στην Όπερα του Παρισιού, της Βιέννης, της Ρώμης και της Νέας Υόρκης σχεδιάζοντας τα κοστούμια επιφανών χορευτών για εμβληματικές παραστάσεις, συνεχίζοντας την παράδοση και υπογραμμίζοντας τον ασταμάτητο διάλογο της μόδας με τον πολιτισμό! Από την άλλη πλευρά η Υψηλή Ραπτική με κάθε season αποτίνει φόρο τιμής στο μπαλέτο μέσα από περίτεχνα σχέδια με χαρακτηριστικές αναφορές στην τέχνη, ενώ σχεδιαστές όπως ο Τζιαμπατίστα Βάλι και η Μόλι Γκόνταρντ λατρεύουν τα τούλια και τους όγκους ακόμα και στις Ready-to-Wear συλλογές τους.

Διαβάστε επίσης:

Black Dress: Τα φορέματα που δεν πρέπει να λείπουν από τη γκαρνταρόμπα σας

Styling Tips: Έτσι θα αναδείξετε τη σιλουέτα σας

Style icons: 7 γυναίκες που καθόρισαν τη μόδα και τις τάσεις της

Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση