ART & PHILANTHROPY

Χιονισμένη τέχνη: Οκτώ ζωγράφοι και οι πίνακές τους εμπνευσμένοι από το χιόνι

Μικροί κρύσταλλοι πάγου, χαλαρά ενωμένοι μεταξύ τους, που σχηματίζουν ανάλαφρες, λευκές νιφάδεςΤο χιόνι.

Πέφτει αθόρυβα σκορπώντας σιγή, καλύπτει τα πάντα, δημιουργώντας νέα πρωτόγνωρα σχήματα, λάμπει μέρα και νύχτα. Κι αν οι σκηνές που έζησε, και ζει, η Αττική με την επέλασή του μπορεί να υπήρξαν και απειλητικές, σε όλες τις περιπτώσεις όμως ήταν πανέμορφες. Αλήθεια αδιαμφισβήτητη. Η νύχτα ειδικά, με το απόκοσμο τοπίο του χιονιού να αναδύεται μέσα σε ένα «σκοτεινό» φως αποτελεί σταθερά, ένα εικαστικό θέαμα.

Είναι πολύ λογικό έτσι, που όλοι σχεδόν οι καλλιτέχνες έχουν εμπνευστεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από το χιόνι και την γοητεία του αλλά και από την αμφισημία και τον φόβο που μπορεί να προκαλεί. Τα έργα οκτώ σπουδαίων ζωγράφων ακολουθούν. Διαφορετικά μεταξύ τους ως πρόσληψη και τεχνοτροπία μας μεταφέρουν σε κόσμους όπου μιλά μόνον η τέχνη.

«Οι τέσσερις εποχές: Χειμώνας» (1755) του Φρανσουά Μπουσέ

Το ροκοκό σε όλο του το μεγαλείο σ’ αυτόν τον πίνακα από τον ζωγράφο μάλιστα, που το όνομά του έχει γίνει συνώνυμο με το γαλλικό αυτό στυλ. Όλα άρχισαν όταν η ερωμένη του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ΄ της Γαλλίας, η περίφημη Μαντάμ ντε Πομπαντούρ ζήτησε από τον Φρανσουά Μπουσέ (1703-70) να διακοσμήσει μία από τις κατοικίες της με ζωγραφικούς πίνακες, που είχαν ως θέμα τις Τέσσερις εποχές» του έτους.

Εκείνη την περίοδο υπήρχε ένας αμοιβαίος θαυμασμός μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας, που θα έφτανε στο αποκορύφωμά του με τη Μεγάλη Αικατερίνη και αυτό αποτυπώνεται και σε αυτόν τον πίνακα. Έτσι, με φόντο ένα σιωπηλό χιονισμένο τοπίο ο Μπουσέ ζωγράφισε μια νέα και όμορφη γυναίκα, ντυμένη με πλούσιο φόρεμα και γούνα, ενώ κάθεται σε περίτεχνο, επιχρυσωμένο έλκηθρο, που γλιστράει στο χιόνι με οδηγό έναν ωραίο νέο.

«Οι τέσσερις εποχές: Χειμώνας» (1755) του Φρανσουά Μπουσέ

Γενικότερα εξάλλου οι ερωτικές συναντήσεις που απεικονίζει ο Μπουσέ τείνουν να διαδραματίζονται σε «Αρκαδικές» τοποθεσίες, μέσα σε έντονη βλάστηση και σύννεφα που στροβιλίζονται στον ουρανό ενώ οι ηρωίδες του διακρίνονται για τις σαγηνευτικές τους καμπύλες αλλά και τα υπερβολικά φορέματά τους.

Ο «Χειμώνας» και οι άλλες τρεις εποχές –πίνακες βρίσκονται σήμερα στη συλλογή Frick της Νέας Υόρκης. Εκατό χρόνια αργότερα, οι αδελφοί Γκονκούρ -των ομώνυμων γαλλικών βραβείων λογοτεχνίας- έγραφαν: «Ο Μπουσέ είναι ένας από αυτούς τους ανθρώπους που αντιπροσωπεύουν τη γεύση ενός αιώνα, που τον εκφράζουν, τον προσωποποιούν και τον ενσαρκώνουν».

Οι «Κυνηγοί στο χιόνι» (1565) του Πίτερ Μπρίγκελ του Πρεσβύτερου

Η ζωγραφική απεικόνιση του χιονιού φαίνεται ότι ξεκίνησε τον 16ο αιώνα από έναν άνδρα και από έναν ιδιαίτερα σκληρό χειμώνα. Από τον Φλαμανδό ζωγράφο Πίτερ Μπρίγκελ τον Πρεσβύτερο (περ. 1525-1569) συγκεκριμένα και το έργο του «Κυνηγοί στο χιόνι». Ο πίνακας -λάδι σε ξύλο- ζωγραφίστηκε το 1565, όταν οι θερμοκρασίες σε όλη την Ευρώπη είχαν πέσει κατακόρυφα, με την ήπειρο να είναι καλυμμένη από ένα παχύ στρώμα χιονιού. Σήμερα η περίοδος αυτή είναι γνωστή ως «Μικρή εποχή των παγετώνων», μάλιστα οι αναφορές από το Λονδίνο περιγράφουν ακόμη και τον Τάμεση παγωμένο και το σίγουρο είναι, ότι οι άνθρωποι είχαν δοκιμαστεί πολύ.

Ο Πίτερ Μπρίγκελ, ζωγράφος, σχεδιαστής και χαράκτης, γνωστός για τα τοπία του και τις αγροτικές σκηνές θέλησε να αποτυπώσει ακριβώς αυτό. Τη σκληρότητα του χειμώνα και τη δυσκολία της επιβίωσης, παράλληλα όμως και την απόλαυση του χιονιού για κάποιους. Αποδίδει έτσι αριστοτεχνικά την ατμόσφαιρα του κρύου και της σιωπής που πλανιέται στο χιονισμένο τοπίο, παρά την παρουσία ανθρώπων στην εικόνα του. Θεωρείται μάλιστα ότι αναφέρεται συγκεκριμένα στον μήνα Δεκέμβριο, όπως προκύπτει από την σκηνή με το σφαγμένο αγριογούρουνο που διακρίνεται στο αριστερό άκρο του πίνακα.

Οι «Κυνηγοί στο χιόνι» (1565) του Πίτερ Μπρίγκελ του Πρεσβύτερου

Παρ’ όλο που οι Κυνηγοί του εξάλλου, έχουν χαρακτηριστεί ως η μεγαλύτερη Χριστουγεννιάτικη κάρτα που έχει ζωγραφιστεί ποτέ, η σκηνή είναι κοσμική και απέχει πολύ από το να χαρακτηρίζεται εορταστική. Κι αυτό, γιατί οι κυνηγοί επιστρέφουν χωρίς θηράματα, μόνο με μία αδύνατη αλεπού και μια ομάδα από εξαντλημένους σκύλους, που σέρνουν τα πόδια τους στο χιόνι. Στα γυμνά κλαδιά των δέντρων βρίσκονται μερικά πεινασμένα πουλιά και κάτω στο χωριό μια γυναίκα στα μαύρα είναι υπερβολικά φορτωμένη με ένα τεράστιο δέμα από κλαδιά που προορίζονται για τη φωτιά.

Τα ψηλά βουνά στο βάθος πάντως – ασυμβίβαστα για τις Κάτω Χώρες – έχουν προέλθει από σκίτσα που έκανε ο Bruegel κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στις ιταλικές Άλπεις. Έτσι ορισμένοι ιστορικοί της τέχνη σήμερα πιστεύουν, ότι αντιπροσωπεύουν την πρόβλεψή του, ότι ο κόσμος παγώνει, μια προφητεία δηλαδή για την κλιματική αλλαγή.

«Έναστρη νύχτα» (Starry Night, 1922-24) του Έντβαρντ Μουνκ

Το 1916 σε μια προσπάθειά του να αντιμετωπίσει την κατάθλιψη και το άγχος που τον βασάνιζαν αλλά και τον αλκοολισμό του, ο νορβηγός ζωγράφος Έντβαρντ Μουνκ (1863-1944) αγόρασε μια έκταση 45 στρεμμάτων, που ονομάζεται Έκελι, λίγο έξω από το Όσλο για να ζήσει εκεί. Έφτιαξε έτσι ένα υπαίθριο στούντιο χωρίς στέγη, όπου μπορούσε να στήσει το καβαλέτο του ενώ την ίδια στιγμή τα πόδια του ήταν βυθισμένα στο χιόνι.
Οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα αντίξοες, καθώς τα χέρια του μούδιαζαν από το κρύο και τα χρώματα ράγιζαν, ωστόσο από την άλλη, όλα αυτά πυροδότησαν μια νέα έκρηξη δημιουργικότητας. Έτσι, κατά τους χειμερινούς μήνες του 1922-24, ο Μουνκ, ο οποίος ζούσε πλέον σε μεγάλο βαθμό σαν ερημίτης, ζωγράφισε διάφορες εκδοχές του ίδιου νυχτερινού, χιονισμένου τοπίου στον κήπο του.

«Έναστρη νύχτα» (Starry Night, 1922-24) του Έντβαρντ Μουνκ

Σε αυτήν τη βερσιόν του «Starry Night» μάλιστα υποδηλώνεται και η παρουσία του ίδιου του καλλιτέχνη από τη σκιά του, όπως σχηματίζεται από το φως του ζεστού σπιτιού πίσω του και προβάλλεται πέρα ​​από το κρύο και μπλε χιόνι, που διαπερνά το μοναχικό τοπίο. Όσο για τη δεύτερη σκιά θεωρείται, ότι μπορεί να είναι μία αναφορά στον Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν, ήρωα του ομότιτλου θεατρικού έργου του Ίψεν. Γιατί ο Μουνκ είχε εμμονή με τον αυτοκτονικό πρωταγωνιστή του έργου, ο οποίος στην τελική πράξη βγαίνει στη χειμωνιάτικη νύχτα για να πεθάνει. Συχνά μάλιστα τον φαντάστηκε στη χιονισμένη βεράντα του ΄Εκελι…

«Η κίσσα» (1868) του Κλωντ Μονέ

Ένα πρωί τον Δεκέμβριο του 1868, ο Κλωντ Μονέ (1840-1926) θα έβγανε τρέχοντας από το σπίτι του στο Ετρετά της Νορμανδίας για να ζωγραφίσει το χιονισμένο ύπαιθρο γύρω του. Δουλεύοντας γρήγορα προσπάθησε να συλλάβει τη στιγμιαία σκηνή, καθώς ο ήλιος ανέβαινε στον χειμωνιάτικο ουρανό ενώ το φως και τα χρώματα άλλαζαν γρήγορα μπροστά του. Και το αποτέλεσμα τον δικαίωσε, αφού το έργο του αποτυπώνει μια σκηνή από φρέσκο, ​​λευκό χιόνι με μεγάλες, μπλε σκιές. Μια εικόνα, που μοιάζει σχεδόν υγροποιημένη.

«Η κίσσα» (1868) του Κλωντ Μονέ

Το έργο αυτό ήταν ένα από τα πρώτα τοπία ιμπρεσιονιστών, το οποίο δημιουργήθηκε μάλιστα, πριν από περισσότερα από πέντε χρόνια από την πρώτη επίσημη έκθεση του κινήματος. Όσο για την ομώνυμη κίσσα, που βρίσκεται πάνω σε μια πύλη, λειτουργεί ως σημείο αναφοράς στη σύνθεση. Γιατί, όπως και το χιόνι, είναι επίσης μια υπενθύμιση, ότι τίποτα δεν είναι μόνιμο, δεδομένου, ότι και το πουλί είναι πιθανό να πετάξει ανά πάσα στιγμή.

«Μαύρη πόρτα με χιόνι» (1953-55) της Τζόρζια Ο΄Κηφ

Το 1945 η Τζόρζια Ο΄Κηφ είχε αγοράσει ένα συγκρότημα κτισμάτων σε ένα απομακρυσμένο οροπέδιο του βόρειου Νέου Μεξικού. Εκεί σε κάποιον από τους τοίχους ανακάλυψε μια μεγάλη ξύλινη πόρτα, η οποία θα γινόταν μία από τις πιο ανθεκτικές εικόνες της την επόμενη δεκαετία.

Η πόρτα άνοιγε σε ένα ευρύ αίθριο, όπου η ζωγράφος παρακολουθούσε τις συνεχώς μεταβαλλόμενες σκιές, που μετέτρεπαν το χώρο σε ένα αφηρημένο παζλ με γεωμετρικά σχήματα. Έτσι, μεταξύ του 1949 και του 1960 η Ο΄Κηφ ζωγράφισε την πόρτα 22 φορές σε διάφορες καιρικές συνθήκες, μη μπορώντας πάντως, ούτε και η ίδια να εξηγήσει γιατί.

«Μαύρη πόρτα με χιόνι» (1953-55) της Τζόρζια Ο΄Κηφ

Η «Μαύρη πόρτα με χιόνι» είναι ίσως ο πιο απαιτητικός από αυτούς τους πίνακες, επειδή η καλλιτέχνης έχει συνδυάσει την απλότητα της αρχιτεκτονικής με μία σκέδαση νιφάδων χιονιού. Και το αποτέλεσμα είναι μια αίσθηση ανασταλμένης κίνησης, σαν να έχει παγώσει ο κόσμος στο χρόνο.

«Χειμωνιάτικο τοπίο, Ηλιοβασίλεμα» του Βαλέριους ντε Σαιντελήρ

Περιορισμένη χρωματική γκάμα και ένα απόκοσμο κενό στο «Χειμωνιάτικο τοπίο, Ηλιοβασίλεμα» του συμβολιστή Βαλέριους ντε Σαιντελήρ (1867 – 1941), που έγινε διάσημος, ακριβώς γι’ αυτές τις σκηνές του, με μια φύση χιονισμένη, ερημική και μουντή. Το έργο του Βέλγου τοπιογράφου άλλωστε χαρακτηρίζεται για την συμβολιστική και μυστικιστική-θρησκευτική ευαισθησία του αλλά ταυτόχρονα για την υιοθέτηση παραδόσεων της φλαμανδικής ζωγραφικής τοπίου του 16ου αιώνα.

«Χειμωνιάτικο τοπίο, Ηλιοβασίλεμα» του Βαλέριους ντε Σαιντελήρ

Ο πίνακας αυτός με το «στοιχειωμένο» τοπίο δεν είναι ξεκάθαρο πότε δημιουργήθηκε, αφού κατ’ άλλους ζωγραφίστηκε γύρω στο 1898 ενώ ο ζωγράφος ζούσε σε μια αποικία καλλιτεχνών στο βελγικό χωριό Sint-Martens-Latem ενώ κατ’ άλλους αργότερα στην Ουαλία, όπου διέφυγε ως πρόσφυγας κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής στο Βέλγιο. Αυτή η μυστικιστική εικόνα του πάντως, ερμηνεύεται ως η ελπίδα για τη λύτρωση της Γης, ως ένας παγωμένος κόσμος, που περιμένει να ξαναζωντανέψει, όταν τα όπλα πάψουν να κτυπούν.

«Sugaring Off» (1943) της Άννα Μαίρη Ρόμπερτσον Μωυσή

«Αν δεν είχα αρχίσει να ζωγραφίζω, θα μεγάλωνα κοτόπουλα»! Αυτά είχε πει με αποστομωτική ειλικρίνεια στο απόγειο της δημοτικότητάς της η Άννα Μαίρη Ρόμπερτσον, μία λαϊκή καλλιτέχνης, γνωστή ως «Γιαγιά» Μωυσής. Κι ο λόγος, ότι η συμπαθέστατη γιαγιά είχε αρχίσει να ζωγραφίζει σε ηλικία 78 ετών, όταν την αρθρίτιδα την είχε απομακρύνει από το αγαπημένο της κέντημα ενώ η χρήση του πινέλου ήταν σαφώς ευκολότερη. Και το αποτέλεσμα ήταν να αναδειχθεί ένα πηγαίο ταλέντο, έτσι ώστε να γίνει ένας από τους πιο επιτυχημένους Αμερικανούς καλλιτέχνες του 1940 και του 1950, κάτι που προκαλεί έκπληξη, ασφαλώς.

«Sugaring Off» (1943) της Άννα Μαίρη Ρόμπερτσον Μωυσή

Ο Τύπος έπαιξε το ρόλο του σ’ αυτό, αναδεικνύοντάς την σε απροσδόκητο αστέρι της τέχνης, όχι όμως άδικα αφού οι απεικονίσεις της αγροτικής ζωής μιας μικρής πόλης είναι γεμάτες από νοσταλγία και φρεσκάδα. Το «Sugaring Off» ειδικά, ένα από τα μεγαλύτερα σε μέγεθος τοπία της αναφέρεται σε χωριό της πολιτείας της Νέας Υόρκης κατά τη διάρκεια της ετήσιας συγκομιδής σιροπιού σφένδαμου. Η ένταση του λευκού χιονιού έρχεται σε αντίθεση με τους πολύχρωμους ανθρώπους, δίνοντας την εντύπωση μιας χαρούμενης, χειμερινής χώρα των θαυμάτων.

«Το Λευκό Δάσος Ι» (1987) του Τσου Τε-Τσουν

Το 1984, ο Κινεζογάλλος καλλιτέχνης Τσου Τε Τσουν (1920-2014) επέστρεφε με το τρένο από μια έκθεση στη Γενεύη, όταν μια απροσδόκητη χιονοθύελλα στις Ελβετικές Άλπεις επιβράδυνε το ταξίδι του. Γοητευμένος από το χιόνι που έπεφτε και την αθόρυβη μεταλλαγή της φύσης σε ένα χειμερινό τοπίο αποφάσισε να καταγράψει αυτήν την συναρπαστική εμπειρία σε μια σειρά από πίνακες, που έγιναν γνωστοί ως «Σκηνές Χιονιού».

«Το Λευκό Δάσος Ι» (1987) του Τσου Τε-Τσουν

Η πλούσια υφή από γραμμές και οι διάσπαρτες νιφάδες χιονιού του «Λευκού Δάσους Ι» εγείρουν τα λόγια του αρχαίου κινέζου ποιητή Λι Μπάι: «Η γη είναι λευκή και ο άνεμος ουρλιάζει φέρνοντας κρύο, οι νιφάδες χιονιού πέφτουν στο μέγεθος ενός χεριού».

 

Διαβάστε επίσης:

Frida Kahlo: Η γυναίκα πίσω από το θρύλο

Η street art μεταμορφώνει τις αστικές παρατυπίες σε έργα τέχνης

Το «μυστήριο» γύρω από τους πίνακες του εμβληματικού Bob Ross

 

Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση