ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο καιρός της πανδημίας, η socialμιντιακή δημοσιογραφία και το τίμημα της… τιποτογραφίας

Τα τελευταία χρόνια η ειδησεογραφία που πηγάζει μέσα από τις αναρτήσεις των social media ολοένα και αυξάνεται.

Με την ευρεία διάδοση του ίντερνετ, καταφέραμε να μαθαίνουμε τι γίνεται σχεδόν σε όλες τις γωνιές του πλανήτη. Και αυτό είναι καλό. Ο μαγικός κόσμος τον οποίο μπορούμε να διαχειριστούμε με ένα πληκτρολόγιο, μας έφερε κοντά σε πολιτισμούς, κουλτούρες, εικόνες και άμεση ενημέρωση που μέχρι πριν κάποια χρόνια, δεν θα φανταζόμασταν καν.

Όμως η ραγδαία αύξηση των site και τη αναγόρευσή τους ως κυρίαρχη πηγή ενημέρωσης έφερε και την ανάγκη για ολοένα και περισσότερο κείμενα, για ολοένα και περισσότερη ειδησεογραφία(;)
Κι αυτό μας έφτασε στο σημείο να θεωρείται είδηση -και μάλιστα πολλές φορές σοκαριστική- ένα μεμονωμένο περιστατικό το οποίο πάντα συνέβαινε και ενδεχομένως θα επαναληφθεί πολλές φορές ακόμη στο μέλλον.

Οι λέξεις έχουν χάσει πλέον το ειδικό τους βάρος και την πραγματική τους αξία καθώς χρησιμοποιούνται με τον πλέον βαρύγδουπο και μονότονα επαναλαμβανόμενο τρόπο. Εύκολα και αβασάνιστα. Τουλάχιστον 9 στις 10 φορές περίεργες ειδήσεις και γεγονότα που έχουν συμβεί στο εξωτερικό χαρακτηρίζονται σοκαριστικά, απίστευτα και αδιανόητα.
Σοκ στο σοκ λοιπόν και τελικά ο αναγνώστης εθίζεται στην υπερβολή, χάνει τελικά την ουσία, δεν σοκάρεται σχεδόν με τίποτε καθώς ίσως δεν μπορεί να κατανοήσει τελικά την πρόθεση του μέσου.

Επιπλέον, πάνω στην επανάσταση και την αίσθηση ελευθερίας που μας έδωσε το ίντερνετ, «κούμπωσε» και η… απελευθέρωση που έδωσε στον καθένα προσωπικά ο κόσμος των social media.
Είναι αυτά που μας ένωσαν με φίλους τους οποίους είχαμε χάσει, αυτά που μας επιτρέπουν να εκφράσουμε την άποψή μας και κάποιος άλλος ή πολλοί περισσότεροι να την «ακούνε», που απελευθέρωσαν τη δημιουργικότητά μας, που μας έδωσαν την ευκαιρία να γίνουμε «φίλοι» με άτομα που θαυμάζουμε.
Και με αυτή ακριβώς την ελευθερία, ο καθένας πλέον να τοποθετείται μπορεί είτε για απολύτως σοβαρά θέματα είτε για το… μακρύ του και το κοντό του.
Αυτό ενδεχομένως δεν θα πείραζε αν δεν υπήρχαν ορισμένα σημαντικά προβλήματα.

Το πρώτο αφορά τη συνειδητή παραπληροφόρηση και τα fake news. Το δεύτερο τη διασπορά μίσους και δηλητηριωδών ιδεών που βρίσκουν πλέον εύπιστο ακροατήριο. Και το τρίτο και ίσως σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι όλοι εμείς οι άνθρωποι των Μέσων, επισφραγίζουμε το κάθε αθώο ή και επικίνδυνο «μακρύ και κοντό του καθενός».

Όχι με κριτήριο τη σοβαρότητα ή τη μοναδικότητα, αλλά με στόχο την εύπεπτη είδηση, τον εντυπωσιασμό, τη διαφορετική άποψη. Μοναδικό κριτήριο, τις περισσότερες φορές δεν είναι η δημοσιογραφική αξιολόγηση αλλά μια ακόμη μικρή ή μεγάλη πρόσκαιρη είδηση που θα μπει στη ροή εντός site και θα φέρει περισσότερα κλικ.
Όμως είναι στ’ αλήθεια τόσο ανώδυνο το να προβάλεις αβασάνιστα την άποψη κάποιο αφελούς, προκλητικού ή επικίνδυνου προσδίδοντας σε αυτή βαρύτητα και πολλαπλασιάζοντας το «ακροατήριό του»;

Πριν την αναδημοσίευση ίσως αποτελούμε μια απλή ανάρτηση που θα διάβαζαν μερικές δεκάδες άνθρωποι στον μικρόκοσμο των social media. Μετά αποτελεί «είδηση».
Αυτή η δύσκολη περίοδος που ζούμε εδώ και μερικούς μήνες όλοι μας αποτελεί τη… χαρά και την κατάρα αυτής της ιδιότυπης socialμιντιακής δημοσιογραφίας.
Ο καθένας μπορεί να βγει και να κάνει δηλώσεις, να διατυπώσεις θεωρίες, να μοιράσει μπιτόνια με υγρό ψεκάσματος. Και για να μείνουμε στις πιο light περιπτώσεις όλοι θα έχετε δει μπροστά σας τον Χ εξαφανισμένο πρώην τραγουδιστή να αναλύει την… επιστημονική του άποψη περί του κορωνοϊού, την Ψ περσόνα να εξηγεί με πάθος γιατί η μάσκα σκοτώνει και την Ω ημιδιάσημη φιγούρα να επικαλείται το Σύνταγμα για να τεκμηριώσει την άποψη ότι τα περιοριστικά μέτρα αποτελούν δικτατορία.

Φυσικά πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν χιλιάδες απόψεις νηφάλιες, τεκμηριωμένες, αφελείς ή ψεκασμένες.
Όμως ποτέ άλλοτε στην ιστορία της δημοσιογραφίας παγκοσμίως -γιατί αυτό το φαινόμενο μπορεί να μην είναι κυρίαρχο σε όλα τα κράτη αλλά υπάρχει πάντού- δεν υπήρχε τόσο μεγάλη ελαφρότητα προσέγγισης των ζητημάτων.
Τα κλικ είναι πάντοτε καλά. Τα θέλουν όλοι. Δημοσιογράφοι, διαφημιζόμενοι, ιδιοκτήτες. Όλοι θέλουν να βρίσκονται σε ένα μέσο που «πουλάει». Αλλά κάπου πρέπει να υπάρχει ένας φραγμός.

Όσο κι αν ακούγεται κλισέ, είναι τελικά πολύ μεγάλη η ευθύνη των ΜΜΕ για τη διαμόρφωση της συνείδησης των πολιτών.
Η επιλογή της προβολής μιας καταφανώς ανόητης ή επικίνδυνης άποψης όχι από κάποιον ειδικό που μπορεί να κάνει και λάθος αλλά τελικά έχει ειδική βαρύτητα ο λόγος του είναι ένα τεράστιο λάθος.

Το να δίνεις αξία σε κάποιον εντάσσοντας τον μέσα στην καθημερινή επιλογή ενημέρωσης του κόσμου που βομβαρδίζεται σχεδόν κάθε δευτερόλεπτο από αυτό το τσουνάμι «ειδήσεων» που μόνοι μας οι άνθρωποι των Μέσων, δημιουργούμε είναι τελικά το πριόνισμα του δέντρου της δημοσιογραφίας. Κάθε φορά κόβεις λίγο περισσότερο. Και κάποτε το δέντρο πέφτει.

Και όλα αυτά γιατί, για να βάλεις 5 ή 10 ειδήσεις περισσότερες, να κερδίσεις μερικές εκατοντάδες πρόσκαιρα κλικ.
Κι όμως πιστεύω ότι αξίζει η προσπάθεια. Η επανάσταση απέναντι στην τιποτογραφία που τελικά αναγνωρίζεται και από το αναγνωστικό κοινό. Μπορεί να είναι κατά τι λιγότεροι, αλλά δεν θα είναι περαστικοί αναγνώστες που απλώς τους έχεις γαργαλίσει για λίγα δευτερόλεπτα. Θα είναι αναγνώστες με άποψη, πιστοί και τελικά οι καλύτεροι διαφημιστές σου.

Και τελικά τα κλικ έρχονται. Απλώς μπορεί να αργήσουν λίγο περισσότερο.

Διαβάστε επίσης

Η «Aθάνατη Ελληνική Λεβεντιά» και η πραγματική δύναμη των social media

Γυναικεία sites: Brand-safe hubs ενδυνάμωσης, αλληλεπίδρασης και engagement

Οι «συστημικοί» και η επανάσταση της Μάσκας