POWER

Οι συλλέκτριες το βλέπουν αλλιώς

H Κλερ Μακ Άντριου

Στον ανδροκρατούμενο χώρο της τέχνης παρεισφρέουν ολοένα και περισσότερο γυναίκες συλλέκτριες, οικονομικά ανεξάρτητες και ισχυρές.

Παρότι το 2019 σημειώθηκε πτώση στον συνολικό τζίρο στην παγκόσμια αγορά σύγχρονης τέχνης, οι γυναίκες εμφανίστηκαν βαθμιαία ακόμη πιο δραστήριες: τάδε έφη η δρ Κλερ Μακ Άντριου στον απολογισμό Η αγορά της τέχνης2020 (The Art Market2020) που παρουσίασε η φουάρ της Βασιλείας (Art Basel) υπό την αιγίδα της UBS.

Η μοναδική οικονομολόγος του χρυσού χώρου της τέχνης Κλερ Μακ Άντριου

Η αγορά της τέχνης2020 αποτελεί ετήσια, ανεξάρτητη και μακροσκοπική εποπτεία του χώρου που αναλύει την οικονομική συμπεριφορά των κύριων παικτών (οίκοι δημοπρασιών, γκαλερί, διαδικτυακές πλατφόρμες, επαγγελματίες, επιμελητές). Τη συντάσσει κάθε χρόνο η περίφημη οικονομολόγος σε θέματα πολιτισμού και ιδρύτρια της εταιρείας συμβούλων και ερευνών Arts Economics Κλερ Μακ Άντριου. Κάθε νέα έκδοσή της αναφέρεται στα τεκταινόμενα του προηγούμενου έτους, δηλαδή η φετινή αφορά πραγματολογικά στοιχεία του 2019.

Στην Ελλάδα η Τέχνη γυναικοκρατείται (στις γκαλερί, στις επιμέλειες εκθέσεων, στα μουσεία) αλλά ο κόσμος των δημοπρασιών (δηλαδή της συλλογής) παραμένει παραδοσιακά ανδροκρατούμενος.

Ανά την υφήλιο εκεί που θάλλει η αγορά της σύγχρονης τέχνης, το σκηνικό αλλάζει. Καθορίζεται από την αγία τριάδα (όπως τη χαρακτηρίζει η Κλερ Μακ Άντριου) Αμερική, Αγγλία, Κίνα. Ακολουθεί κατά πόδας το Παρίσι.

Η συγκεκριμένη έκθεση καταγράφει ότι το 34% των γυναικών που συλλέγουν σταθερά τα τελευταία δύο χρόνια συνήθως στοχεύουν σε κομμάτια αξίας άνω του ενός εκατομμυρίου δολαρίων έναντι 25% στον ανδρικό πληθυσμό. Το 16% των γυναικών επένδυσε σε έργα τέχνης άνω των δέκα εκατομμυρίων δολαρίων.

Οι γυναίκες ξοδεύουν (ξανά) και οι συλλογές τους το αποδεικνύουν

Δύο χρόνια νωρίτερα παρόμοια έρευνα της Investor Watch Pulse Report (τμήμα της UBS που μελετάει την ανθρωπογεωγραφία των συλλεκτών στην Αμερική σε συνεργασία με την Art Economics), φανέρωσε παραπλήσια νούμερα.

Παραπάνω από τις μισές γυναίκες (51%) που συμμετείχαν στην έρευνα είχαν επενδύσει περισσότερο από ένα εκατομμύριο δολάρια σε έργα τέχνης μέσα σε δύο χρόνια εν συγκρίσει με το 15% στου άνδρες. Οι συλλογές τους επίσης προσπερνούν σε μέγεθος τις αντίστοιχες ανδρικές. Ο μέσος όρος βρίσκεται στα ογδόντα οχτώ έργα ανά συλλογή για τις γυναίκες εν αντιθέσει με είκοσι επτά έργα για τους άνδρες.

Επιπλέον, έρευνα του τμήματος Own Your Worth που εστιάζει στην οικονομική συμπεριφορά των γυναικών, ανακάλυψε ότι το 83% συμμετέχει σε αποφάσεις για μεγάλες αγορές. «Είναι εκπληκτικό ότι το πάθος αποτελεί κεντρικό κομμάτι αυτής της διαδικασίας και με τη μεγάλη μετακύληση του πλούτου κατά την οποία θα παρατηρήσουμε τις γυναίκες να ελέγχουν το 32% των παγκόσμιων πόρων (72 τρισ δολάρια στις ΗΠΑ), ανοίγονται νέες ευκαιρίες για τις γυναίκες που θέλουν να αναμειχθούν με την τέχνη και τη συλλογή» παρατήρησε ο επικεφαλής ιδιωτικών κεφαλαίων για τη Φλόριντα στο τμήμα διαχείρησης διεθνών πόρων στη UBS Καρλ Ρούπερτ (Karl Ruppert).

Ακόμη πιο σημαντικό: οι γυναίκες πιθανότερο να παραχωρήσουν τη συλλογή τους σε μουσεία (κατά 68%) ή σε φιλανθρωπική οργάνωση (69%).

 Επτά δυναμικές συλλέκτριες

Κάποιες γαλουχήθηκαν με τέχνη ενώ άλλες την ανακάλυψαν μεγαλώνοντας. Παρομοίως, ορισμένες σπούδασαν κάτι σχετικό τη στιγμή που άλλες τη γνώρισαν βιωματικά.

Οι περισσότερες πάντως δείχνουν να αντιμετωπίζουν την τέχνη με όραμα και λίγοτερο χρησιμοθηρικά ως απρόσωπη μετοχή.

Οι επιλογές τους (ήτοι οι καλλιτέχνες που στηρίζουν) και ο τρόπος λειτουργίας τους στο χρηματιστήριο της τέχνης (εν πολλοίς οι δημοπρασίες και οι γκαλερί), εμπλουτίζει την καλλιτεχνική αγορά με περισσότερη δικαιοσύνη, ενσωμάτωση, ευαισθησία. Σε αντίθεση με τη ναρκισσιστική φαλλική αντιμετώπιση των έργων ως τρόπαια με βραχύβια αξία.

Στην περιζήτητη για τη Δύση καλλιτεχνική παραγωγή της Νότιας Αφρικής, η Μαγκάτι Μολεμπάτσι έχει διαδραματίσει πρωταρχικό ρόλο.

 

Παρότι η Νοτιοαφρικανή άρχισε να συλλέγει εξ απαλών ονύχων με κριτήριο τη διαίσθησή της (στο Απαρτχάιντ δεν υπήρχε δυνατότητα σχετικής εκπαίδευσης) και να διαβάζει σημαντικές επιθεωρήσεις τέχνης, το αισθητικό λεξιλόγιο την αποξένωνε.

Αφού εγκατέλειψε το επιχειρηματικό περιβάλλον για να σπουδάσει τέχνη και εμπόριο στον οίκο Sotheby’s, επιβλήθηκε σε αυτόν με περισσότερη αυτοπεποίθηση.Όταν το 2008 στο Γιοχάνεσμπεργκ αναμείχθηκε με τον ΜΚΟ Bag Factory Artists’ Studios που δραστηριοποιείτο στην ενίσχυση των καλλιτεχνών, παρατήρησε ότι οι λευκοί συλλέκτες υπερτερούσαν της τότε αναδυόμενης νοτιοαφρικανικής ελίτ.

Έτσι όταν το 2017 ανέλαβε την προεδρία του Οργανισμού, η Μαλεμπάτσι αποφάσισε να ανατρέψει τα δεδομένα: «Επιθυμούσα να καλλιεργήσω ζωηρό ενδιαφέρον στη μαύρη κοινότητα».

Πέρυσι ίδρυσε (με συνεργάτες της) τη φουάρ Latitudes που τρέχει παράλληλα με την κρατική FNB Art Joburg. Επιπλέον, στο Κέιπ Τάουν εγκαινιάστηκε πριν από δύο χρόνια το ιδιωτικό μουσείο σύγχρονης αφρικανικής τέχνης Zeitz Museum of Contemporary Art Africa με τη μεγαλύτερη συλλογή σύγχρονης αφρικανικής τέχνης στον κόσμο.

Η Μαλεμπάτσι τα κατάφερε: Το 2019 η Frieze του Λονδίνου αλλά και το ανανεωμένο MoMA διοργάνωσαν ειδικά αφιερώματα στην αφρικανική τέχνη. Όλοι πλέον διατηρούν το βλέμμα στραμμένο πάνω της.

Η Κάθριν Πετιγκά (Catherine Petitgas) κατοικεί μόνιμα στο Λονδίνο, γεννήθηκε στη Γερμανία και μεγάλωσε στην Αλγερία και το Μαρόκο όπου αφομοίωσε μία εντελώς γαλλική κουλτούρα.

 

Portrait of Catherine Petitgas by Benedikt Frank. Courtesy of Catherine Petitgas.

Η αγάπη της για τους λατινοαμερικάνους καλλιτέχνες αναπτύχθηκε όταν εργαζόταν στον χρηματοπιστωτικό τομέα με εστίαση τις χώρες στη λατινικη Αμερική. Έτσι γνώρισε τους καλλιτέχνες, τις γκαλερί, τα σημαντικά μουσεία. Η αγάπη της για την τέχνη ξεκινάει από την ενστικτώδη ανάγκη να ανακαλύψει την ομορφιά μέσα σε σκληρά περιβάλλοντα.

Αλλά μόνο όταν εγκατέλειψε το χώρο του χρηματιστηρίου, κατάφερε να καλλιεργήσει το συλλεκτικό της κριτήριο. Η συλλογή της σήμερα αριθμεί ενιακόσια έργα τα οποία προσφάτως ψηφιοποιήθηκαν. Εκείνη όμως εκ πεποιθήσεως στηρίζει δημόσια ιδρύματα αποφεύγοντας να δημιουργήσει δικό της ίδρυμα.

Θεωρεί ότι η αποστολή της συνίσταται στην υποστήριξη και προβολή των λατινοαμερικάνων καλλιτεχνών.λοιπόν μέρος της συλλογής της έχει διοχετευτεί στην Tate όπου ο αποκαλούμενος ως Φρανκ (Franck, σκέτο) πρώην σύζυγός της υπήρξε διαχειριστής του καταπιστεύματος επί οχτώ χρόνια ενώ το 2016 ανέλαβε την ευθύνη του διεθνούς συμβουλίου του Μουσείου.

Επίσης στηρίζει τις Serpentine Galleries και διάφορες μικρότερες ιδιωτικές πρωτοβουλίες οι οποίες έχουν διεισδύσει στη λονδρέζικη κοινωνία όπως ο οργανισμός Fluxus Art Project που στηρίζει άγγλους και γάλλους καλλιτέχες ή ο Gasworks & Triangle Networkο που παρέχει καλλιτεχνική στέγη (εκείνη προεδρεύει και στους δύο).

Τέλος, η κάτοικος του Άθερτον της Καλιφόρνιας Κομάλ Σα με καταγωγή από την Ινδία, έδρασε ως παγοθραυστικό για τις γυναίκες καλλιτέχνες ειδικά στην ελίτ της τεχνολογικής βιομηχανίας ο οποίος αποτελεί φυσικό της περιβάλλον. Επέτρεψε στην (αφαιρετική πάντα) τέχνη να μιλήσει με αβίαστο τρόπο από μόνη της στις ενδόμυχες ευαισθησίες τους.

Κομάλ Σα από την Ντρου Άλτισερ

«Αποστολή μου είναι να αγοράζω μεγάλη τέχνη και ύστερα να προσκαλώ ανθρώπους να την δουν και να την αναλογιστούν», παρατήρησε με αφορμή μία πρόσφατη δεξίωσή της όπου τρεις καλεσμένοι ζήτησαν τον ατζέντη της νεαρής Φιρελέι Μπάεζ (Firelei Báez).

Διαθέτει Λίντα Μπένγκλις (Lynda Benglis), Ζακλίν Χάμφρις (Jacqueline Humphries), Λάρα Όουενς (Laura Owens), Έιμι Σίλμαν (Amy Sillman), Ζαρίνα Χάσμι (Zarina Hashmi) και Φιλίντα Μπάρλοου (Phyllida Barlow). Από τους άνδρες, προτιμάει εκείνους που χρησιμοποιούν έντονο χρώμα όπως ο Μαρκ Μπράντφορντ (Mark Bradford) και ο Σαμ Γκίλιαμ (Sam Gilliam).

Η μεθοδολογία που ακολουθεί στη συλλογή συντάσσεται στη λογική των υπόλοιπων ανθρωπιστικών της ενδιαφερόντων (επί παραδείγματι, βρίσκεται στη συμβουλευτική επιτροπή του Ιδρύματος φεμινιστικής πλειοψηφίας) που επικεντρώνονται στη φυλετική ισότητα.

Θεωρεί ότι στον κόσμο της τέχνης επικρατεί μεγαλύτερη προκατάληψη κατά των γυναικών από όση παρατηρείται στη βιομηχανία της τεχνολογίας όπου η Σα πραγματοποίησε τα πρώτα της βήματα το 1993.

Τα πράγματα αλλάζουν για τις γυναίκες, αλλά ίσως όχι με το ρυθμό που οι ίδιες θα επιθυμούσαν.