
Τα parabens είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά ως συντηρητικά, όμως μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις όταν χρησιμοποιούνται από εγκύους όπως φανερώνει μία μελέτη του «Helmholtz Centre for Environmental Research (UFZ)» σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο «Charité» στο Βερολίνο και το «Berlin Institute of Health (BIH)».
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, αν μία έγκυος γυναίκα χρησιμοποιεί παρατεταμένα καλλυντικά που περιέχουν parabens και απορροφούνται από το δέρμα τότε μπορεί να υπάρχουν επιπτώσεις στην μετέπειτα ανάπτυξη του παιδιού. Τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν από τους ερευνητές στο «Nature Communications» ήταν σε θέση να προσδιορίσουν περαιτέρω τις επιγενετικές τροποποιήσεις που προκαλούνται από τα parabens τα οποία παρεμποδίζουν τη φυσική ρύθμιση της αίσθησης κορεσμού στον εγκέφαλο.
Τα πιο συνηθισμένα parabens που χρησιμοποιούνται ως συντηρητικά στα καλλυντικά είναι τα methylparaben, propylparaben και butylparaben. Οι ουσίες που χρησιμοποιούνται σε κρέμες και lotion σώματος για την καταπολέμηση μικροβίων μπορεί να έχουν ανεπιθύμητη παρενέργεια. Αν οι έγκυες γυναίκες απορροφήσουν parabens μέσω του δέρματος, τότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το παιδί τους να γίνει υπέρβαρο.
Το σημείο εκκίνησης των ερευνών ήταν η μελέτη «LINA mother-child», μια μακροχρόνια μελέτη που διεξήγαγε η «UFZ» για να εξετάσει πόσο σημαντικοί είναι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες σε ευαίσθητες περιόδους παιδικής ανάπτυξης για την μεταγενέστερη εμφάνιση αλλεργιών και αναπνευστικών παθήσεων ή το να γίνει υπέρβαρο ένα παιδί. Αρχικά θέλανε να μάθουνε αν τα parabens που εντοπίστηκαν στα ούρα των μητέρων είχαν αντίκτυπο στην ανάπτυξη του βάρους των παιδιών τους. Με αυτόν τον τρόπο, ανακαλύψαν μια θετική συσχέτιση μεταξύ των συγκεντρώσεων butylparaben στα ούρα των μητέρων και ενός υψηλότερου δείκτη σωματικής μάζας των παιδιών τους κυρίως των κοριτσιών μέχρι τα όγδοα γενέθλιά τους.
Για να ανακαλύψουν από πού προέκυψαν τα butylparabens στα ούρα των εγκύων γυναικών, οι ερευνητές ανάλυσαν εξονυχιστικά τις λεπτομέρειες σχετικά με τα καλλυντικά που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μέσω των ερωτηματολογίων που συμπλήρωσαν οι συμμετέχοντες στη μελέτη. Μέσω μιας εφαρμογής κατάφεραν να ελέγξουν εύκολα και γρήγορα αν τα parabens ήταν μεταξύ των συστατικών των αντίστοιχων καλλυντικών προϊόντων. Όπως αποδείχθηκε, οι υψηλές συγκεντρώσεις parabens στα ούρα των μητέρων πράγματι συνδέονται με τη χρήση καλλυντικών που τα περιέχουν και ιδιαίτερα εκείνα που παρέμειναν στο δέρμα για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, όπως οι κρέμες και οι lotion σώματος.
Για να εντοπιστούν οι βασικοί μηχανισμοί που συνδέουν τη χρήση καλλυντικών με parabens από εγκύους με ένα μελλοντικά υπέρβαρο παιδί, η ομάδα ερευνητών χρησιμοποίησε αρχικά κυτταρικές καλλιέργειες για να εξετάσει αν τα ίδια τα λιπώδη κύτταρα αντιδρούν σε υψηλές συγκεντρώσεις butylparabens. Τα αποτελέσματα βγήκαν αρνητικά, επομένως ήταν προφανές ότι η διαφοροποίηση των λιπωδών κυττάρων δεν επηρεάστηκε από αυτά. Κάτι άλλο έπρεπε να βρίσκεται πίσω από την αύξηση του βάρους των παιδιών. Σε συνεργασία με συναδέλφους από την ιατρική σχολή «Leipzig University», οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ποντίκια για την προσομοίωση της έκθεσης σε parabens κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Σε αυτή τη δοκιμή, τα ποντίκια απορρόφησαν butylparabens μέσω του δέρματος. Όπως και στη μελέτη «LINA», ο θηλυκός απόγονος εδώ επίσης εμφάνισε μεγαλύτερη αύξηση βάρους σε σχέση με τον αρσενικό. Κατά συνέπεια, οι ερευνητές υποψιάστηκαν ότι τα parabens μπορεί να ασκήσουν επιρροή στον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζεται η αίσθηση της πείνας στον εγκέφαλο γι’ αυτό και πραγματοποίησαν μια πιο προσεκτική εξέταση των βασικών γονιδίων στον υποθάλαμο των απογόνων του ποντικιού.
Έγινε φανερό ότι ένα γονίδιο με το όνομα προοπιομελανοκορτίνη (POMC) που είναι καθοριστικής σημασίας για τον έλεγχο της αίσθησης της πείνας, μειώθηκε στα μυαλά των νεαρών ποντικών. Περαιτέρω έρευνες σε γενετικό επίπεδο αποκάλυψαν ότι μια επιγενετική τροποποίηση ευθύνεται για αυτό, παρεμποδίζοντας την ανάγνωση του αντίστοιχου γονιδίου POMC. Η επίδραση των parabens κατά τη διάρκεια της κύησης προφανώς προκαλεί επιγενετικές τροποποιήσεις στα παιδιά στα οποία διαταράσσεται μόνιμα η ρύθμιση της φυσικής αίσθησης κορεσμού. Αυτό σημαίνει ότι τρώνε περισσότερο και έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνουν υπέρβαρα. Ωστόσο υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που παίζουν σημαντικό ρόλο στην αύξηση του σωματικού βάρους, όπως μια υπερ-θερμιδική δίαιτα και η έλλειψη άσκησης.
Μέχρι στιγμής, οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε συμπεράσματα σχετικά με το πόσο σταθερές είναι οι επιγενετικές τροποποιήσεις ή αν μπορούν να μεταφερθούν στην επόμενη γενιά. Παρόλα αυτά συστήνουν στις μέλλουσες μητέρες και σε όσες θηλάζουν να μην χρησιμοποιούν καλλυντικά με parabens για να προφυλάξουν τη μελλοντική υγεία των παιδιών τους. Στην αγορά κυκλοφορούν πολλά καλλυντικά προϊόντα έχουν ήδη αναγράφεται στη συσκευασία τους ότι είναι paraben free. Σε κάθε περίπτωση καλό θα ήταν να ελέγχονται όλα τα συστατικά τους για μεγαλύτερη ασφάλεια. Οι ερευνητές πρόκειται να συνεχίσουν τις σχετικές έρευνες για τα parabens ενώ αναφέρουν ότι οι επιδράσεις των περιβαλλοντικών παραγόντων μεταξύ των γενεών υποτιμούνται συχνά μέχρι και σήμερα. Στόχος τους είναι η έρευνα να αποτελέσει το μέσο για να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή σε αυτούς τους παράγοντες στο μέλλον.