ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙΣ

Νέα καταγγελία: “Έλεγα «όχι..όχι….». Δεν σταμάταγε..”

Μία νέα καταγγελία για τον γνωστό ηθοποιό και σκηνοθέτη δημοσίευσε το 2020mag.gr. Πρόκειται για την αποστολή που έστειλε ένας άντρας και περιγράφει τις τρομακτικές στιγμές που έζησε. Το πραγματικό του όνομα του είναι Χρίστος Χ., όπως λέει στην αποστολή του.

Ο ίδιος αναφέρει ότι ο λόγος που επέλεξε να βγει στη δημοσιότητα η καταγγελία, δεν είναι γιατί τον κατηγορεί για βιασμό, αλλά γιατί «επέδειξε μια ανηθικότητα απίστευτης ισχύος».

Τον γνώρισε τον Οκτώβριο του 1992, στην πλατεία Αμερικής. Εκεί ο Χρίστος έκανε στο πάρκο το καθιερωμένο του τσιγάρο προτού μπει στο μάθημα των γαλλικών.

“Σηκώνομαι από το παγκάκι, πηγαίνω στο μάθημα και καθώς κοιτάζω πίσω μου, βλέπω να με ακολουθεί.

Επισπεύδω το βάδισμα μου και μπαίνω στο κτήριο. Το μάθημα διαρκεί 1ώρα και 45 λεπτά. Αφού έχω τελειώσει το μάθημα, βγαίνω στην Πατησίων για να περπατήσω και να πάρω το λεωφορείο για να επιστρέψω σπίτι μου. Νιώθω κάποιος να με χτυπάει ήπια στην πλάτη. Γυρνάω και ήταν εκείνος από το δίπλα παγκάκι. «Πάμε να κάνουμε ένα τσιγάρο στην πλατεία;» μου λέει. Εγώ απαντώ ένα ξερό «όχι» και φεύγω τρέχοντας.”

Για αρκετές μέρες,  έκανε προσπάθειες για να τον πλησιάσει, ώσπου τα κατάφερε. Του συστήθηκε ως  «Γιώργος, 28 ετών, φιλόλογος που κάνει μια έρευνα σχετικά με τον θεσμό της χορηγίας στην αρχαία Ελλάδα».  Του πρότεινε να κάνουν μαθήματα και εκείνος δέχτηκε. Στην αρχή όλα ήταν φυσιολογικά. Ήταν καλός ως καθηγητής και τον παρότρυνε να προσπαθεί και να διαβάζει.

Τον Νοέμβριο, του παραδέχτηκε ότι έχει σπουδάσει φιλόλογος, αλλά ότι στην πραγματικότητα είναι ηθοποιός αποκαλύπτοντας το πραγματικό του όνομα.

“Φοβόταν μήπως, επειδή ήθελα να γίνω ηθοποιός, τον έκανα παρέα μόνο γι’ αυτό. Απόρησα… αλλά δεν το θεώρησα κάτι άσχημο. Ο λόγος που μου το είπε τότε, εξήγησε, ήταν γιατί ήθελε να πάω με φίλο ή φίλη μου να τον δω στο θέατρο που θα έπαιζε την επόμενη χρονιά”.

Ο Χρίστος πήγε να τον δεί όμως εκείνη την περίοδο ο πατέρας του διαγνώστηκε με καρκίνο στο συκώτι και οι γιατροί δεν του έδιναν πάω από τέσσερις μήνες ζωής.

Το διάστημα εκείνο είχαν χαθεί, και τον συνάντησε τυχαία στην πλατεία όταν άνοιξαν τα σχολεία μετά τα Χριστούγεννα. Του είπε για τις δύσκολες οικογενειακές στιγμές που περνούσε και εκείνος έδειξε πρόθυμος να βοηθήσει.

Τον Φεβρουάριο τον παρακάλεσε να πάει στο θέατρο να τον δει γιατί θα του έκανε καλό στην ψυχολογία: “Με παρακαλά αφόρητα να πάω στο θέατρο να τον δω λέγοντας μου ότι θα κάνει καλό στην ψυχολογία μου. Να πάρω και μια φίλη που είχα τότε και να πάμε μαζί. Θα έχει προσκλήσεις για εμάς στο ταμείο.

Του λέω ότι θα πάω. Μου πιάνει το χέρι και μου λέει να μην στεναχωριέμαι, ότι φαίνομαι πολύ ευαίσθητος, ότι να σκέφτομαι ότι αν γίνω ηθοποιός θα παίξουμε μαζί το έργο ”Το μακρύ ταξίδι της ημέρας μέσα στην νύχτα […] Αρχές Μαρτίου του ’93 ήταν που πήγαμε στο θέατρο με την τότε φίλη μου. Όταν τέλειωσε η παράσταση και πήγαμε στο καμαρίνι έδειχνε τρομερά χαρούμενος και μας πήγαινε στα γειτονικά καμαρίνια και μας γνώριζε στους συναδέλφους του. Προσφέρθηκε να μας πάει σπίτι μας.

Πράγματι, αφήσαμε πρώτα την φίλη μου και μετά εμένα που έμενα λίγο παρακάτω. Στο ραδιόφωνο έπαιζε το τραγούδι του Βοσκόπουλου ”Πριν χαθεί το όνειρο μας”. Στον στίχο που λέει ”άσε με να σ’ αγαπάω κι όπου φτάσουμε” μου λέει ότι αυτόν τον στίχο τον λέει για εμένα. Όταν μου το’ πε πάγωσα… αλλά το ξεπέρασα με μια αμηχανία που έγινε εμφανής. Πριν βγω από το αυτοκίνητό του, με ευχαρίστησε θερμά που πήγα, τον αντευχαρίστησα κι εγώ. Με παρακαλά να του κάνω μια χάρη. Τον ρωτάω τι. Μου λέει να τον αφήσω να με αγκαλιάσει. Τον άφησα… Mε έσφιξε πολύ. Χαιρετηθήκαμε και πήγα σπίτι μου.”

Όταν η υγεία του πατέρα του επιδεινώθηκε ραγδαία, ο Χρίστος του τηλεφώνησε να βρεθούνε για να βγει λίγο από το σπίτι να ηρεμήσει. Τότε, του πρότεινε να πάνε κάπου πιο ζεστά γιατί έξω έκανε κρύο:

“Θέλει να πάμε κάπου πιο ζεστά και ήσυχα. Του λέω που. Μου λέει να μην φοβάμαι. Απλά, να είμαστε ήσυχοι. Τον ακολουθώ στο αμάξι. Δεν ξέρω που πάμε. Σταματάει σε έναν δρόμο με ελάχιστο φως. Μπαίνουμε κάπου. Καταλαβαίνω ότι είναι ξενοδοχείο (κάποια χρόνια αργότερα κατάλαβα ότι αυτό το ξενοδοχείο ήταν στην Πλατεία Βάθης). Καθώς ανεβαίνουμε τα σκαλιά, βλέπω δύο κατσαρίδες. Αρχίζω να καρδιοχτυπώ. Μπαίνουμε σε ένα δωμάτιο εξαιρετικά παγωμένο. Του λέω «γιατί ήρθαμε εδώ»; Μου λέει να μην φοβάμαι. Μου λέει να βγάλω το μπουφάν μου. Το βγάζω κι αρχίζω να τρέμω. Με αγκαλιάζει και μου λέει να ηρεμήσω. Ξαφνικά, με μια απότομη κίνηση, με πετάει στο κρεβάτι και πέφτει πάνω μου αρχίζοντας να με ακουμπάει παντού και να τρίβεται πάνω μου.

Έλεγα «όχι..όχι….». Δεν σταμάταγε… Με όση δύναμη είχα, του ρίχνω μια σπρωξιά και σηκώνομαι όρθιος. Φοράω το μπουφάν μου και του λέω τρέμοντας κι αγκομαχώντας να φύγουμε. Το δέχεται….η συμπεριφορά του άλλαξε άρδην. Το γλυκό ύφος μετατρέπεται σε κενό, με μείγμα θυμού και κακίας. Μπαίνουμε στο αμάξι… είναι αμίλητος. Εγώ να έχω ντροπή και τρέμουλο. Λίγο πριν με αφήσει-δεν θυμάμαι που-με φωνή παγωμένη με έντονο το στοιχείο του θεατρινισμού, μου λέει: «Χρίστο, είσαι ένα λουλούδι, άφησε με να σε κόψω πριν μαραθείς»

Λίγες μέρες μετά, ο πατέρας πεθαίνει. Η ψυχολογική μου κατάσταση, όπως και όλης της οικογένειάς μου, είναι εξαιρετικά άσχημη. Με τον Δ.Λ. μετά από το ξενοδοχείο δεν είχα καμία επικοινωνία.

Μέσα Μαΐου είχα τελειώσει το μάθημα που είχα, πρωινή ώρα, και πέρναγα έξω από το σπίτι του λίγο πιο κάτω από την πλατεία κι εκείνη την στιγμή τυχαία έβγαινε έξω. Έδειξε να χαίρεται που με είδε. Του είπα τι είχε συμβεί. Με συλλυπήθηκε διά χειραψίας με κοίταξε με πολλή ευγενικό ύφος – αντίστοιχο με αυτό του ξενοδοχείου. Μου είπε να βρεθούμε… να μιλήσουμε… να του τα πω αναλυτικά.

Τον ευχαρίστησα αλλά του είπα ότι έχω εξετάσεις στο σχολείο και στα Γαλλικά κι ότι η ψυχολογία μου είναι κάκιστη. Εκεί, βούρκωσα λιγάκι. Μου λέει να μην κλαίω και πόσο θέλει να με αγκαλιάσει για να με παρηγορήσει, αλλά είναι δύσκολο εκείνη την στιγμή. Με έβαλε να του υποσχεθώ ότι θα του τηλεφωνήσω όταν νιώσω καλύτερα. Του είπα ότι θα το κάνω κι έφυγα”.

Επικοινώνησαν ξανά στις αρχές Σεπτέμβρη και στις 29 του μήνα έδωσαν ραντεβού στην πλατεία:

” Είχε σκοτεινιάσει. Άναψα τσιγάρο και περίμενα. Η ώρα πέρναγε. Δεν ερχόταν. Είχε περάσει ένα τέταρτο και σηκώνομαι να φύγω. Όταν αρχίζω να περπατώ, ακούω ένα θόρυβο από την τσουλήθρα που υπήρχε στην πλατεία. Γυρίζω και ήταν εκείνος πάνω στην τσουλήθρα. […] Τον ρωτάω αν έχει κάτι κι αρχίζει να μου λέει ότι είναι ερωτευμένος μαζί μου, ότι με σκέφτεται συνέχεια και ότι με θέλει σεξουαλικά. Του απάντησα ότι εγώ δεν νιώθω έτσι κι ότι δεν έχω βρει ακόμη τον εαυτό μου ως προς το σεξ. Εκείνος μου απάντησε ότι κρύβομαι από τον εαυτό μου κι ότι πρέπει να απελευθερωθώ. Του είπα και πάλι όχι.

Με ένα ακόμα πιο ψυχρό ύφος, μου απάντησε ότι δεν θα ξανασυναντηθούμε γιατί ο ίδιος δεν μπορεί να λειτουργήσει στο φιλικό πλαίσιο που ήθελα εγώ. Το δέχτηκα. Τότε μου είπε ότι η παράσταση στην οποία θα παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε λίγο καιρό, αποτελούσε όνειρο ζωής για εκείνον και θα ήθελα να πάω να τον δω. Του είπα ότι θα πάω […] Όταν τέλειωσε, στην υπόκλιση, ένιωσα ότι με κοίταζε. Πάω στο καμαρίνι να τον συγχαρώ. Είναι απίστευτα ψυχρός. Με ευχαριστεί βέβαια, με ρωτά πως κυλάει η ζωή μου, αλλά με ύφος σκληρό. Αφού τον συγχαίρω ξανά, τον χαιρετώ για να φύγω και στρίβω την πλάτη, με φωνάζει.

Γυρνάω και μου λέει το εξής: «Ό,τι και να κάνεις Χρίστο, η μοίρα σου είναι προδιαγεγραμμένη» Δεν τον ρώτησα τι εννοεί… τίποτα. Είχα παγώσει από την χαιρεκακία με την οποία ξεστόμισε αυτήν την φράση. Έφυγα τρομερά στεναχωρημένος.

Οι μέρες πέρναγαν κι αυτή η φράση με θύμωνε. Παράλληλα, είχα θυμώσει και με τον εαυτό μου για το σκηνικό στο ξενοδοχείο που το είχα αφήσει να φτάσει ως εκεί. Αποφασίζω να του γράψω ένα γράμμα. Δεν θυμάμαι επακριβώς το περιεχόμενο του, αλλά σε γενικές γραμμές έλεγα ότι κανενός η μοίρα δεν είναι προδιαγεγραμμένη, ότι όλα στην ζωή αλλάζουν, ότι πήγε να με εκμεταλλευτεί και κατέληγα με την σκληρή φράση -που απ’ ό,τι φαίνεται με τις τρέχουσες καταγγελίες, επαληθεύεται πλήρως- ”Καλό ψωνιστήρι στην πλατεία Αμερικής”.

Τρεις φορές συναντηθήκαμε από τότε τυχαία. Μία, όταν είχα πάει στο Γαλλικό φροντιστήριο να πάρω ένα χαρτί, πέρναγα την Πατησίων και ήταν στην μηχανή. Ένιωσα τα μάτια του βεντούζα πάνω μου. Την δεύτερη, κοντά στην πλατεία Συντάγματος. Ήταν με κάποιον. Με φώναξε δύο φορές. Η καρδιά μου έφτασε στον λαιμό μου από τον φόβο κι έφυγα σχεδόν τρέχοντας. Η τρίτη, αρκετά χρόνια μετά, πέρναγε απέξω από ένα μαγαζί που δούλευα επί της Πατησίων, στο οποίο ερχόταν κι ως πελάτης ο κολλητός του φίλος Κ.Μ. Μπήκε μέσα κι έκανε ότι κοίταγε τα ρούχα, ενώ με την άκρη του ματιού του κοίταγε στο σημείο που ήμουν εγώ… Έφυγε σε ένα λεπτό.

Αφού τέλειωσε η αφήγηση των γεγονότων, θέλω να πω τα εξής:

ΔΕΝ κατηγορώ τον Δ.Λ. για βιασμό.

Κατηγορώ τον Δ.Λ. για την επιτυχή προσπάθεια χειραγώγησής μου -αποπλάνηση λέγεται αυτό- με άμεσο στόχο την σεξουαλική συνεύρεση του μαζί μου, κάτι που δεν κατάφερε.

Έπαιξε με το νεαρότατο της ηλικίας μου προκειμένου να έχει ίδιον όφελος.

Αξιοποίησε το οικογενειακό μου πρόβλημα προκειμένου να καρπωθεί αυτό που είχε ως στόχο.

Επέδειξε δηλαδή μια ανηθικότητα απίστευτης ισχύος.

Ο τρόπος προσέγγισης του και η πίεση που μου άσκησε με μπλόκαρε από το να ψάξω με ηρεμία τον εαυτό μου και να τον βρω σε ένα καθεστώς αρμονίας. […] Ξέρω ότι όλα αυτά τα οποία περιέγραψα έχουν παραγραφεί, αλλά η ηθική δικαίωση είναι κάτι που δεν παραγράφεται, ούτε λησμονείται. Τώρα είναι η ώρα.

Δεν είναι τα παραπάνω η δική μου αλήθεια. ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ.

Είμαι πρόθυμος να στηρίξω οποιαδήποτε προσπάθεια κι άλλων ανθρώπων να πουν ό,τι τους έχει συμβεί. Να συμβάλλω με τον τρόπο μου σε μια κάθαρση… Σε μια επί της της ουσίας ενηλικίωση. Σε μια απελευθέρωση».

Διαβάστε επίσης:

Δημήτρης Λιγνάδης: Στην Ευελπίδων με χειροπέδες – Κατηγορείται για βιασμό κατά συρροή

Δημήτρης Λιγνάδης: Απολογείται σήμερα στην ανακρίτρια-Η ποινή που αντιμετωπίζει

Λίνα Μενδώνη: «Ο Δημήτρης Λιγνάδης μας εξαπάτησε και με εξαπάτησε με βαθιά υποκριτική τέχνη»

 

Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση