TRAVEL

Όταν η πραγματικότητα υπερβαίνει τη φαντασία: Τα 10 πιο παραμυθένια κάστρα στον κόσμο

Schloss Neuschwanstein, Γερμανία, πηγή: Instagram

Αληθινές τοποθεσίες μοναδικής ομορφιάς που υπερβαίνουν τη φαντασία και εμπνέουν τα παραμύθια

Σας έχει συμβεί ποτέ να βλέπετε μία ταινία και να εύχεστε τα μέρη που βλέπετε να υπήρχαν στην πραγματικότητα; Πόσο όμορφο είναι να ανακαλύπτουμε ότι, σε πολλές περιπτώσεις, οι ιστορίες και τα παραμύθια της μεγάλης οθόνης έχουν πράγματι εμπνευστεί από την πραγματικότητα.

Κι ενώ μας είναι ίσως πιο εύκολο να πιστέψουμε σε επιβλητικούς ουρανοξύστες ή τροπικές παραλίες, στο άκουσμα ενός αρχαίου κάστρου, που «κατοικεί» στην κορυφή ενός βουνού, ανάμεσα στα σύννεφα, με ιππότες, μπουντρούμια και μύθους αιώνων να διηγηθεί, ίσως να απορήσουμε.

Κι όμως, κάστρα και παλάτια μιας αλλοτινής εποχής υπάρχουν ολοζώντανα για να μας θυμίζουν την εποχή των βασιλιάδων, των ιπποτών και να χαρίζουν απλόχερα την ομορφιά τους στα τοπία που τα περιβάλλουν. Τα ξεχωριστής ομορφιάς αρχιτεκτονήματα είναι αρκετά για να αποτελέσουν από μόνα τους λόγο να επισκεφθούμε ένα μέρος.

Ας γνωρίσουμε τα πιο παραμυθένια κάστρα στον κόσμο!

• Schloss Neuschwanstein, Γερμανία

Το υπέροχο παλάτι του 19ου αιώνα βρίσκεται σε λόφο πάνω από το χωριό Σβάνγκαου, στη νοτιοδυτική Βαυαρία της Γερμανίας. Η δημιουργία του Neuschwanstein οφείλεται στην επιθυμία του Λουδοβίκου Β’ να δημιουργήσει στην περιοχή το δικό του, προσωπικό καταφύγιο. Ο ίδιος διέταξε την κατασκευή του, αναζητώντας έναν τόπο ανάπαυσης, αποτίνοντας παράλληλα φόρο τιμής στον Ρίχαρντ Βάγκνερ.

Xρηματοδότησε, μάλιστα, εξ ολοκλήρου από δικά του έσοδα την πολυτελή κατασκευή στις βαυαρικές Άλπεις, χωρίς να χρησιμοποιήσει τα δημόσια κεφάλαια της Βαυαρίας.

Λέγεται ότι το αρχιτεκτονικό σχέδιο του Schloss Neuschwanstein έχει βασιστεί σε ένα μεσαιωνικό κάστρο, χωρίς ωστόσο να είναι γνωστό ποιο είναι αυτό. Ο μοναδικός του σχεδιασμός, πάντως, το ανέδειξε γρήγορα σε παγκόσμιο σύμβολο της εποχής του Ρομαντισμού.

Το σίγουρο είναι ότι αποτελεί μία εξαιρετικά δημοφιλή τοποθεσία της Γερμανίας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης, που δέχεται περισσότερους από 1 εκατ. επισκέπτες κάθε χρόνο.

Μετά το θάνατο του Λουδοβίκου, το 1886, αποφασίστηκε ότι το παλάτι θα ανοίξει για το κοινό. Έκτοτε, το κάστρο έχουν επισκεφθεί περισσότεροι από 60 εκατομμύρια άνθρωποι. Η επισκεψιμότητα κορυφώνεται, δε, κατά την θερινή περίοδο, που υπολογίζεται ότι το κάστρο μπορεί να δεχθεί έως και 6.000 επισκέπτες την ημέρα. Για λόγους ασφαλείας, μάλιστα, έχει θεσπιστεί ότι κάθε επισκέπτης επιτρέπεται να παραμένει στους χώρους του παλατιού μόνο 30 λεπτά, με συνοδεία ξεναγού.

Μία τέτοια τοποθεσία μυθικής ομορφιάς δεν θα μπορούσε να μην έχει εμπνεύσει μία σειρά από κινηματογραφικές ταινίες, στις οποίες έχει εμφανιστεί. Ξεχωρίζει ιδιαίτερα η παρουσία του στην ταινία της Disney, «Η ωραία Κοιμωμένη», στην οποία το Neuschwanstein αποτέλεσε την κύρια τοποθεσία, το κάστρο της πριγκίπισσας.

Το 2007, το Schloss Neuschwanstein βρέθηκε στη λίστα με τους φιναλίστ της διαδικτυακής ψηφοφορίας για τα «νέα Επτά θαύματα του κόσμου».

Το κάστρο έχει χαρίσει, επίσης, το όνομά του σε έναν μετεωρίτη, που έπεσε στην Γη το 2002, σε κοντινή απόσταση από την περιοχή.

Από το 2015, το κάστρο συμπεριλαμβάνεται στον γερμανικό κατάλογο μνημείων που προτείνονται να συμπεριληφθούν στη λίστα Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

Le Mont Saint Michel, Γαλλία


Μία από τις διασημότερες εικόνες κάστρων σε όλο τον κόσμο, αλλά και ένα τοπίο άκρως παραμυθιακό είναι το Le Mont Saint Michel, ένα μικρό κομμάτι παραδείσου στις ακτές της Νορμανδίας.

Το κάστρο βρίσκεται στη νησίδα, καταμεσής της θάλασσας, σε απόσταση μόλις 1,6 χλμ από το χερσαίο τμήμα της. Ένας λεπτός ασφαλτοστρωμένος δρόμος «διαπερνά» το υδάτινο μονοπάτι, για να φτάσει σε αυτή τη μοναδική τοποθεσία.

Το κάστρο είναι χαρακτηρισμένο ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, ενώ ειδικότερα τα τελευταία χρόνια αποτελεί ένα από τα πιο φημισμένα τουριστικά αξιοθέατα στη Γαλλία. Υπολογίζεται, μάλιστα, ότι δέχεται περίπου 2 εκατομμύρια επισκέπτες το χρόνο.

Εκτός από τον βασικό κορμό του εντυπωσιακού κάστρου, στην κορυφή του καμπαναριού στέκει περήφανο το διάσημο αββαείο με το επίχρυσο άγαλμα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, που έχει χαρακτηριστεί «αριστούργημα του δυτικού πολιτισμού». Η πρώτη κατασκευή του αββαείου τοποθετείται γύρω στον 10ο αιώνα, ωστόσο απέκτησε τη σημερινή του μορφή περίπου τον 17ο – 18ο αιώνα.

Ο περίφημος Ρωμανικός ναός του κάστρου σχεδιάστηκε από τον Γουλιέλμο της Ντιζόν κατά τον 11ο αιώνα και θεωρείται ένα από τα σπουδαία επιτεύγματα της αρχιτεκτονικής.

Πίσω από τα τείχη που περιβάλλουν το κάστρο έχει δημιουργηθεί ένα μικρό γραφικό χωριό, με στριμωχτά σπίτια με αετώματα. Μόλις 45 μόνιμοι κάτοικοι ζουν το παραμύθι αυτής της ξεχωριστής τοποθεσίας.

Δύο φορές το μήνα, αλλά και στις ισημερίες, η νησίδα έρχεται αντιμέτωπη με το φαινόμενο της παλίρροιας. Τότε, η θάλασσα κατακλύζει ολόκληρη την περιοχή, αφήνοντας ελάχιστα ακάλυπτο τον κεντρικό δρόμο προς το κάστρο.

Bojnice, Σλοβακία

Το διασημότερο κάστρο της Σλοβακίας είναι ένα μεσαιωνικό παλάτι του 12ου αιώνα.

Το κάστρο Bojnice, που βρίσκεται στην ομώνυμη πόλη, ξεχωρίζει για το ρωμανικό αρχιτεκτονικό του στυλ, αλλά και τα αυθεντικά γοτθικά και αναγεννησιακά του στοιχεία.

Η πρώτη γραπτή αναφορά στο κάστρο εντοπίζεται το 1113. Αρχικά, ήταν κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου από ξύλο. Ωστόσο, σύντομα η απαιτητική του τοποθεσία πάνω στο ανώμαλο βραχώδες έδαφος οδήγησαν στην ανακατασκευή του, αυτή τη φορά με κύριο υλικό την πέτρα.

Στην πορεία του χρόνου, το πρώην φρούριο μετατράπηκε σταδιακά σε αναγεννησιακό κάστρο.

Σήμερα, το Bojnice είναι το δημοφιλέστερο και πιο επισκέψιμο μνημείο της Σλοβακίας, αφού δέχεται εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο.

Εκτός από τον κύριο μέρος του κάστρου, στον επιβλητικό χώρο έχει δημιουργηθεί το πιο δημοφιλές μουσείο στη Σλοβακία. Ιδιαίτερα αγαπητά στους επισκέπτες είναι επίσης το δημοφιλές Παραμύθι του Κάστρου, το Διεθνές Φεστιβάλ «Φαντάσματα και Πνεύματα» και το Φεστιβάλ Θερινής Μουσικής.

Ξεχωριστής ομορφιάς είναι και το πάρκο που περιβάλλει το κάστρο. Ένα σύμπλεγμα πολλών διαφορετικών ειδών δέντρων, αλλά και ο ομώνυμος ζωολογικός κήπος, ο παλαιότερος και ένας από τους δημοφιλέστερους στην Σλοβακία, συναποτελούν τον χώρο του πάρκου.

Το 1950, το Bojnice ήρθε αντιμέτωπο με μία πύρινη λαίλαπα, με αποτέλεσμα να υποστεί αρκετές ζημιές. Η χώρα, ωστόσο, προχώρησε σε εργασίες αποκατάστασης, αποκλειστικά με κυβερνητικά έξοδα. Σήμερα, το κάστρο αποτελεί τμήμα του Εθνικού Μουσείου της Σλοβακίας.

Ως ένα παλάτι ασύγκριτης ομορφιάς, το Bojnice δεν θα μπορούσε παρά να έχει τους δικούς του θαυμαστές στον χώρο της κινηματογραφικής παραγωγής. Η τοποθεσία έχει χρησιμοποιηθεί αρκετές φορές σε ταινίες φαντασίας, αλλά και παραμυθιού.

Παράλληλα, λέγεται ότι το Bojnice αποτέλεσε την έμπνευση για να κατασκευαστεί το παλάτι της Ωραίας Κοιμωμένης στην Disneyland της Καλιφόρνια.

Grand Palace, Ταϊλάνδη

Το «Μεγάλο Παλάτι» είναι ένα συγκρότημα κτιρίων στην καρδιά της ταϊλανδέζικης πρωτεύουσας Μπανγκόκ.

Το απίστευτο παλάτι – φρούριο χτίστηκε το 1782 και αποτέλεσε κατοικία των Ταϊλανδών βασιλιάδων για 150 χρόνια. Ο βασιλιάς, η αυλή του και η βασιλική κυβέρνηση είχαν ως βάση δραστηριότητας το Grand Palace έως το 1925.

Σήμερα, το παλάτι δεν κατοικείται πλέον από τον βασιλιά, ο οποίος διαμένει στο Chitralada, ωστόσο το Grand Palace χρησιμοποιείται ακόμα σε ειδικές τελετές και εκδηλώσεις. Αρκετές κρατικές λειτουργίες εκτελούνται επίσης εντός των τειχών του παλατιού.

Η εντυπωσιακή δομή, συνολικής έκτασης 218.400 τετραγωνικών μέτρων, που «ξαπλώνει» δίπλα στον ποταμό Chao Phraya δεν αποτελείται από μία ενιαία κατασκευή, αλλά από ένα σύμπλεγμα από κτήρια, αυλές, κήπους, περίπτερα και αίθουσες.

Αρχιτεκτονικά, μπορεί να διακρίνει κανείς μία «συλλογή» από διαφορετικά στυλ που έχουν αποτυπωθεί πάνω στις επιμέρους κατασκευές του. Αυτό οφείλεται στη σταδιακή ανάπτυξή του σε διαφορετικές εποχές και υπό την εποπτεία διαδοχικών βασιλιάδων, διαδικασία που διήρκεσε περισσότερα από 200 χρόνια.

Το Grand Palace είναι σήμερα ένα από τα δημοφιλέστερα αξιοθέατα ολόκληρης της Ταϊλάνδης. Το παλάτι είναι εν μέρει ανοιχτό για τους επισκέπτες κι αυτό γιατί εξακολουθεί να είναι ένας λειτουργικός χώρος, με πολλά διοικητικά γραφεία εργασίας να βρίσκονται εκεί.

Shallow’s Nest, Κριμαία

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από @caucasus.maps


Η «φωλιά του χελιδονιού», όπως είναι το όνομά του, «κρέμεται» πάνω από την Μαύρη Θάλασσα. Το Shallow’s Nest είναι στην ουσία ένα διακοσμητικό κάστρο, μήκους μόλις 20 μέτρων και πλάτους 10 μέτρων.

Βρίσκεται στη Gaspra, μια μικρή λουτρόπολη μεταξύ της Yalta και της Alupka. Χτίστηκε μεταξύ του 1911 και του 1912, στην κορυφή του λόφου Aurora, σε ύψος 40 μέτρων, σε ένα νεογοτθικό στυλ από τον Ρώσο αρχιτέκτονα Leonid Sherwood για τον Γερμανό επιχειρηματία της Βαλτικής, Baron von Steingel.

Το κάστρο απολαμβάνει ανεμπόδιστη θέα προς το ακρωτήριο Ai-Todor, ενώ βρίσκεται κοντά στα ερείπια του ρωμαϊκού κάστρου του Charax. Αποτελεί σύμβολο της νότιας ακτής της Κριμαίας, ενώ έχει εξελιχθεί σήμερα σε ένα από τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα της περιοχής.

Ο αρχικός σχεδιασμός του περιλάμβανε ένα φουαγιέ, ένα δωμάτιο επισκεπτών, μια σκάλα και δύο υπνοδωμάτια σε δύο διαφορετικά επίπεδα μέσα στον πύργο. Το εσωτερικό του κάστρου είναι «ντυμένο» με ξύλινα πάνελ, αλλά και γυψοσανίδες.

Το κάστρο διαθέτει, επίσης, ένα κατάστρωμα παρατήρησης, που προσφέρει μαγευτική θέα προς την Μαύρη Θάλασσας και την μακρινή ακτή της Yalta.

Πριν από το σημερινό κάστρο, στο σημείο υπήρχε μία άλλη κατασκευή, χτισμένη το 1895, η οποία ήταν γνωστή ως το «Κάστρο της Αγάπης».

Κατά τη διάρκεια του χρόνου, το κάστρο άλλαξε χέρια και χρησιμοποιήθηκε ως εστιατόριο, αλλά και ως τουριστικό αξιοθέατο.

Το 1927, το κάστρο επέζησε από έναν σοβαρό σεισμό περίπου 7 Ρίχτερ. Στη δεκαετία του 1930, χρησιμοποιήθηκε ως λέσχη ανάγνωσης, ωστόσο έκλεισε γρήγορα, λόγω φόβου για τις ζημιές που είχε υποστεί ο χώρος. Παρέμεινε κλειστό για τα επόμενα 40 χρόνια. Η ανακαίνιση και αποκατάσταση του κτηρίου άρχισαν μόλις το 1968.

Από το 1975, ένα εστιατόριο λειτουργεί στο κτήριο.

Λόγω της ιδιότητάς του ως σύμβολο της νότιας ακτής της Κριμαίας, το Swallow’s Nest εμφανίστηκε σε πολλές σοβιετικές ταινίες. Χρησιμοποιήθηκε ως τοποθεσία για το Desyat Negrityat (1987), της κινηματογραφικής σοβιετικής εκδοχής του μυθιστορήματος της Agatha Christie με τίτλο «And Then There Were None». Το κτίριο εμφανίστηκε επίσης στην παιδική ταινία του 1983, «Mister Blot’s Academy», καθώς και στο «Mio in The Land of Faraway» (1987), μια συμπαραγωγή σουηδικών, νορβηγικών και σοβιετικών κινηματογραφικών εταιρειών.

Himeji, Ιαπωνία

Το Himeji είναι ένα σύμπλεγμα κάστρων στην ομώνυμη πόλη της Ιαπωνίας. Πρόκειται για το μεγαλύτερο και διασημότερο κάστρο της χώρας, ενώ θεωρείται ένα από τα καλύτερα δείγματα πρωτότυπης Ιαπωνικής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής.

Το δίκτυο των 83 κτιρίων δημιουργήθηκε το 1333, κατά την διάρκεια της φεουδαρχικής εποχής στη χώρα, από τον σαμουράι και κυβερνήτη της επαρχίας Harima, τον Akamatsu Norimura. Κατασκευάστηκε αρχικά για να λειτουργήσει ως φρούριο.

Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του, με το λαμπερό λευκό χρώμα στο εξωτερικό του, θυμίζει, κατά πολλούς, πουλί που πετά, γι’ αυτό και το κάστρο είναι γνωστό και ως Hakuro -jo, που σημαίνει «κάστρο του λευκού ερωδιού».

Η υπέροχη αυτή κατασκευή ήρθε αντιμέτωπη με μία σειρά από τραγωδίες, όπως το σαρωτικό πέρασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και έναν δυνατό σεισμό το 1995. Ωστόσο, έχει καταφέρει να παραμείνει άθικτο για περισσότερα από 400 χρόνια, χαρίζοντάς μας την ευκαιρία να ανακαλύψουμε σήμερα ένα μοναδικό αρχιτεκτόνημα αρχαίας ιαπωνικής παράδοσης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το Himeji θεωρείται ένα από τα κυριότερα αξιοθέατα της Ιαπωνίας, ενώ ήταν και ένα από τα πρώτα μνημεία της χώρας που εντάχθηκαν στη λίστα με τα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, το 1993. Μάλιστα, η περιοχή εντός της μεσαίας τάφρου έχει χαρακτηριστεί ειδικός ιστορικός χώρος, ενώ 5 ακόμη κατασκευές εντός του κάστρου έχουν ανακηρυχθεί «εθνικοί θησαυροί».

Ούτε και αυτό το κάστρο άφησε ασυγκίνητους τους παραγωγούς της μεγάλης οθόνης, αφού το 1967, το Himeji εμφανίστηκε στην ταινία του Τζέιμς Μποντ, «Ζεις μονάχα δύο φορές».

Burg Hohenzollern, Γερμανία

Το Hohenzollern που θα αντικρύσετε σήμερα εάν φτάσετε στην κορυφή του ομώνυμου βουνού, σε ύψος 855 μέτρων, είναι το τρίτο κατά σειρά που δημιουργήθηκε στο σημείο. Αποτελεί την προγονική έδρα των Hohenzollern και λειτούργησε ως κατοικία της οικογένειας, τα μέλη της οποίας υπήρξαν αυτοκράτορες της Γερμανίας κατά το Μεσαίωνα.

Το πρώτο κάστρο χτίστηκε στις αρχές του 11ου αιώνα από την δυναστεία των Zollern. Στις πρώτες γραπτές αναφορές που γίνονται για το κάστρο ξεχωρίζει ο χαρακτηρισμός «Στέμμα όλων των κάστρων της Σουηβίας», που καταδεικνύει ήδη από τότε την μεγαλοπρέπεια και την ξεχωριστή ομορφιά του. Η πρώτη αυτή κατασκευή καταστράφηκε ολοσχερώς το 1423, μετά από 10 μήνες πολιορκίας των ελεύθερων αυτοκρατορικών πόλεων της Σουηβίας.

Η κατασκευή σε ένα δεύτερο, ισχυρότερο κάστρο ξεκίνησε το 1454 και ολοκληρώθηκε το 1461. Επρόκειτο για μία μεγαλύτερη και πιο στιβαρή δομή. Το κάστρο αυτό «έζησε» τον Τριακονταετή Πόλεμο μεταξύ Προτεσταντών και Καθολικών, κατά τη διάρκεια του οποίου χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο για καθολικούς πρόσφυγες.

Περί το τέλος του 18ου αιώνα, το κάστρο άρχισε να χάνει την στρατηγική του σημασία και σταδιακά κατέρρευσε. Πολλά μέρη του ερειπώθηκαν και στη συνέχεια καταστράφηκαν, ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα μόνο το παρεκκλήσι του Αγίου Μιχαήλ παρέμενε υπό λειτουργία.

Το τρίτο και σημερινό κάστρο χτίστηκε μεταξύ 1846 και 1867 ως οικογενειακό μνημείο από τον βασιλιά Frederick William IV της Πρωσίας, που ανέβηκε στην κορυφή του όρους Hohenzollern, θέλοντας να μάθει για τις ρίζες της οικογένειάς του.

Ο αρχιτέκτονας Friedrich August Stüler ανέλαβε να σχεδιάσει το νέο κάστρο. Εργάστηκε σε ένα περίτεχνο σχέδιο, που βασίστηκε στην αγγλική αρχιτεκτονική Gothic Revival και το Châteaux της κοιλάδας του Λίγηρα.

Η εντυπωσιακή είσοδος είναι έργο του μηχανικού Moritz Karl Ernst von Prittwitz, που θεωρείται ο κορυφαίος μηχανικός οχυρώσεων στην Πρωσία. Τα γλυπτά γύρω και μέσα στο κάστρο είναι έργο του Gustav Willgohs.

Το κάστρο, που καλύπτει σχεδόν όλη την κορυφή του όρους Hohenzollern, αποτελείται από 4 κύρια μέρη: Την στρατιωτική δομή, τα ανακτορικά κτίρια, τα παρεκκλήσια και τους κήπους.

Η πύλη Eagle και η συνδεδεμένη γέφυρα διαμορφώνουν την είσοδο του κάστρου. Το ίδιο το παλάτι, κατασκευασμένο στο περίγραμμα του προηγούμενου, είναι ένα υπαίθριο μουσείο, διατεταγμένο σε σχήμα U, που καταλήγει σε Προτεσταντικά και Καθολικά παρεκκλήσια. Στην κορυφή των παλιών πολεμοφυλακίων βρίσκονται τα τριώροφα κτίρια, διακοσμημένα με πύργους και πυραμίδες.

Οι 4 πύργοι του ανακτόρου είναι ευθυγραμμισμένοι με τους προμαχώνες. Συνδεδεμένο στο κεντρικό κτίριο κατοικιών, το Count’s Hall είναι ο τελικός πύργος. Στην Αίθουσα του Κόμη, αλλά και στην βιβλιοθήκη μπορείτε να θαυμάσετε εξαιρετικές τοιχογραφίες, που απεικονίζουν την ιστορία της οικογένειας Hohenzollern.

Ξεκινώντας το 1952, ο πρίγκιπας Λούις Φερδινάνδος της Πρωσίας άρχισε να προσθέτει πολύτιμα έργα τέχνης και αναμνηστικά της Πρωσίας από τις συλλογές των Hohenzollern. Μεταξύ των σημαντικότερων ιστορικών αντικειμένων που φιλοξενούνται εκεί είναι το στέμμα του Wilhelm II, μια στολή και άλλα προσωπικά αντικείμενα του βασιλιά Frederick the Great. Εκεί βρίσκεται επίσης μια επιστολή του προέδρου των ΗΠΑ, Τζορτζ Ουάσινγκτον, με την οποία ευχαριστούσε τον απόγονο των Hohenzollern, βαρόνο von Steuben για την υπηρεσία του στην Αμερικανική Επανάσταση.

Μετά την ανοικοδόμηση, το κάστρο δεν κατοικήθηκε ποτέ, ούτε ως κύρια, ούτε ως εξοχική κατοικία, από κανένα μέλος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Μόνο ο τελευταίος Πρώσος Πρίγκιπας Γουίλιαμ, γιος του τελευταίου μονάρχη των Hohenzollern, έμεινε για αρκετούς μήνες στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1945. Αυτός και η σύζυγός του Crown Princess Cecilie είναι θαμμένοι εκεί.

Το κάστρο καταστράφηκε το 1978 εξαιτίας ενός ισχυρού σεισμού, με αποτέλεσμα να βρίσκεται υπό επισκευή μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990.

Όπως και το Neuschwanstein, το Hohenzollern είναι μνημείο του Γερμανικού Ρομαντισμού.

Με περισσότερους από 350.000 επισκέπτες ετησίως, είναι ένα από τα κάστρα με την υψηλότερη επισκεψιμότητα στη χώρα.

Το 2015, τμήματα της ταινίας τρόμου «A Cure for Wellness» γυρίστηκαν στο κάστρο, ενώ χώροι του χρησιμοποιήθηκαν επίσης για τη μαγνητοσκόπηση της τηλεοπτικής προσαρμογής του «The Worst Witch» του 2017.

Χάρη σε μερικά από τα ιδιαίτερα στοιχεία της αρχιτεκτονικής του, λειτούργησε ενισχυτικά για τη φήμη της Πρωσικής βασιλικής οικογένειας. Αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε φορά που ο πρίγκιπας George και η οικογένειά του μένουν στο κάστρο, η σημαία της Πρωσίας κυματίζει πάνω από το κάστρο.

Chateau de Chambord, Γαλλία


Ακόμη κι αν δεν γνωρίζατε το όνομά του, είναι βέβαιο πως η εικόνα αυτού του κάστρου σας είναι γνώριμη. Το γαλλικό Château de Chambord είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα του πλανήτη, γεγονός που οφείλεται στα υπέροχα στοιχεία μεσαιωνικής και αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής που αποτυπώνονται πάνω του.

Η χαρακτηριστική αρχιτεκτονική του συνδυάζει άρτια παραδοσιακές γαλλικές μεσαιωνικές μορφές με αναγεννησιακές δομές. Οι φήμες θέλουν, μάλιστα, τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι να είχε συμμετοχή στην κατασκευή του πολυτελούς παλατιού.

Η αρχή της ιστορίας αυτού του θαυμάσιου αρχιτεκτονήματος πηγαίνει πίσω στον 16ο αιώνα, όταν ο Φραγκίσκος Α’ άρχισε την κατασκευή του, ως σύμβολο της κυριαρχίας και του πλούτου του. Κατασκευάστηκε αρχικά για να λειτουργήσει ως κυνηγετικό καταφύγιο για τον ίδιο.

Ωστόσο, το έργο έμεινε ημιτελές. Για ένα χρονικό διάστημα, το κτήριο εγκαταλείφθηκε, αν και, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, έγιναν προσπάθειες ανακαίνισης.

Σήμερα, το μεγαλύτερο κάστρο της κοιλάδας του Λίγηρα αποτελεί ένα εξαιρετικά δημοφιλές αξιοθέατο, ενώ από το 1981 έχει συμπεριληφθεί στη λίστα της UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Αν κοιτάξετε καλά τις εικόνες του κάστρου ή, ακόμη καλύτερα, αν καταφέρετε να ταξιδέψετε ως εκεί, η όψη του θα σας φανεί γνώριμη και για έναν ακόμη λόγο: Το Château de Chambord ενέπνευσε τον Disney στην ταινία «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» του 1991.

Rocca Della Guaita, Σαν Μαρίνο


Πρόκειται για ένα μικροσκοπικό κάστρο, που λειτουργεί ως ένας από τους τρεις πύργους που επιβλέπουν την πόλη του Αγίου Μαρίνου, πρωτεύουσα του ομώνυμου κρατιδίου.

Η κατασκευή του στο ψηλό ακρωτήρι χαρίζει, παράλληλα, στο κάστρο υπέροχη θέα προς την ιταλική χερσόνησο.

Παρά το γεγονός ότι το Rocca Della Guaita έχει υποστεί αρκετές αλλαγές κατά τη διάρκεια του χρόνου, τμήματά του χρονολογούνται από τον 11ο αιώνα.

Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, λειτούργησε ως χώρος φυλακής.

Ο επισκέπτης μπορεί να δει εκεί, μεταξύ άλλων, το παρατηρητήριο, το καμπαναριό, το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, αλλά και ένα φρούριο – φυλακή.

Το Rocca Della Guaita είναι ο παλαιότερος, αλλά και ο γνωστότερος από τους τρεις πύργους που έχουν χτιστεί επί του Μόντε Τιτάνο.

Η σημασία του για το κρατίδιο του Αγίου Μαρίνου αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι αναπαρίσταται, μαζί με τους άλλους δύο πύργους – φρούρια τόσο στην εθνική σημαία, όσο και στο εθνόσημο της χώρας.

Έμμεση αναφορά του κάστρου γίνεται και σε ένα παραδοσιακό γλυκό της περιοχής. Το γλυκό ονομάζεται «La Torta Di Tre Monti» (Κέικ των Τριών Βουνών/Πύργων), με το περιεχόμενό του να αποτελείται από μία βάση βάφλας με επικάλυψη σοκολάτας.

Chillon, Ελβετία


Το Chillon αποτελεί την μοναδική κατασκευή του ομώνυμου νησιού, στη λίμνη Λεμάν της Γενεύης, μεταξύ Montreux και Villeneuve. Έχει 110 μέτρα μήκος και 50 μέτρα πλάτος, με τον πύργο του να βρίσκεται σε ύψος 25 μέτρων.

Το Chillon ξεκίνησε ως ρωμαϊκό φυλάκιο, φυλάσσοντας τον στρατηγικό δρόμο μέσω των Άλπεων. Η τοποθεσία του είναι στρατηγική: «Κλείνει» τη διέλευση μεταξύ της Vaud Riviera και της κοιλάδας του Ροδανού, που επιτρέπει γρήγορη πρόσβαση στην Ιταλία.

Σύμφωνα με τον Ελβετό εθνολόγο Albert Samuel Gatschet, το όνομα Chillon σημαίνει «κάστρο χτισμένο πάνω σε βράχο».

Η πρώτη κατασκευή χρονολογείται το 10ο αιώνα, αν και πιθανόν ήταν ήδη μια προνομιακή στρατιωτική τοποθεσία πριν από τότε. Η πρώτη γραπτή αναφορά εντοπίζεται το 1005. Στις ανασκαφές του 19ου αιώνα, ήρθαν στο φως αντικείμενα των ρωμαϊκών χρόνων, καθώς και κατάλοιπα της εποχής του χαλκού.

Η μεταγενέστερη ιστορία του επηρεάστηκε από τρεις μεγάλες περιόδους: την περίοδο Savoy, την περίοδο Bernese και την περίοδο Vaudois.

Από τα μέσα του 12ου αιώνα, το κάστρο αποτελούσε καλοκαιρινή κατοικία στις κομητείες της Σαβοΐας. Επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό το 1248 και το 1266-7 από τον Πέτρο Β’.

Κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα, χρησιμοποιήθηκε από τους δούκες του Savoy για να στεγάσει κρατούμενους.

Το 1536 όλοι οι κρατούμενοι απελευθερώθηκαν και το κάστρο μετατράπηκε σε κατοικία του δικαστικού επιμελητή της Βέρνης, μέχρι να γίνει και πάλι φυλακή, κρατική αυτή τη φορά, το 1733.

Αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη πυρομαχικών και όπλων.

Στα τέλη του 19ου αιώνα ξεκίνησε η διεργασία για την αποκατάσταση του μνημείου. Η μελέτη και τα έργα στο κάστρο θεωρήθηκαν παραδειγματικά, με τους ειδικούς να κάνουν λόγο για μία μνημειώδη προσπάθεια. Καθοριστικό ρόλο σε αυτήν έπαιξαν πρωτοπόρες προσωπικότητες στην προστασία μνημείων, που συμμετείχαν στη διαδικασία.

Ήταν μια από τις πρώτες φορές που αρχαιολογία και ιστορία συνεργάστηκαν, με στόχο να ανοικοδομηθεί μία δομή με ιστορικά ακριβή τρόπο.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι εμπλεκόμενοι, στόχος ήταν να «επανέλθει στα αντικείμενα ο αυθεντικός τους χαρακτήρας, αναβιώνοντας το πώς ήταν η ζωή εκείνης της εποχής».

Σήμερα, το κάστρο είναι σε άριστη κατάσταση, αποτελώντας ένα άρτιο δείγμα της φεουδαρχικής αρχιτεκτονικής.

Από το τέλος του 18ου αιώνα, το κάστρο άρχισε να προσελκύει ρομαντικούς συγγραφείς. Από τον Ζαν Ζακ Ρουσό και τον Βίκτορ Ουγκώ μέχρι τους Αλέξανδρο Δούμα, Γκυστάβ Φλωμπέρ και Λόρδο Βύρωνα, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για ποιητές από όλο τον κόσμο.

Το ποίημα «The Prisoner of Chillon» του 1816 του Λόρδου Μπάιρον είναι εμπνευσμένο από το κάστρο και από την ιστορία του πιο διάσημου κρατούμενού του. Ο Μπάιρον έχει χαράξει επίσης το όνομά του σε μια κολώνα στο μπουντρούμι.

Ο Gustave Courbet, επίσης, ζωγράφισε το κάστρο αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της εξορίας του στο κοντινό La Tour de Peilz. Μία ελαιογραφία σε καμβά του ζωγράφου E. Lapierre το 1896 απεικονίζει επίσης το Chillon.

O χώρος «εμφανίζεται», όμως, και στο μυθιστόρημα του Χένρι Τζέιμς με τίτλο «Daisy Miller».

Επιπλέον, στο χώρο έχει φιλοξενηθεί δύο φορές η θεατρική ομάδα Compagnie du Graal, για μία θεατρική παραλλαγή του «King Lear» του Σαίξπηρ το 2009, αλλά και το 2012, για να δημιουργήσει μία τοιχογραφία, εμπνευσμένη από την Αρχαία Ελλάδα, με τίτλο «Hyperion».

Σήμερα, το κάστρο έχει ανακηρυχθεί «Ελβετική Πολιτιστική Ιδιοκτησία Εθνικής Σημασίας». Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του, πρόκειται για «το ιστορικό μνημείο με την μεγαλύτερη επισκεψιμότητα στην Ελβετία». Μέχρι το 1939, το κάστρο φιλοξενούσε περισσότερους από 100.000 επισκέπτες το χρόνο. Έκτοτε, η δημοφιλία του μεγαλώνει διαρκώς, με τους επισκέπτες να φτάνουν πια τους 300.000 ετησίως. Οι αριθμοί αυτοί κατατάσσουν το Chillon ως ένα από τα πιο δημοφιλή κάστρα της Ελβετίας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης.

Τέλος, το κάστρο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την ταινία κινουμένων σχεδίων της Disney «Η Μικρή Γοργόνα». Το Chillon έχει χρησιμοποιηθεί επίσης ως εξώφυλλο της live συναυλίας του Bill Evans στο Montreux Jazz Festival.

Διαβάστε ακόμη:

Είδαν, γεύτηκαν, ψήφισαν: Αυτές είναι οι 25 καλύτερες πόλεις του κόσμου για το 2020

Ταξίδι στο μυθικό χωριό του Άγιου Βασίλη: Μία αξέχαστη εμπειρία ζωής

Κάθε ομορφιά και κλικ: Αυτά είναι τα πιο πολυφωτογραφημένα μέρη για το 2020

Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση