RETRO

Μυστηριώδης, μοναχική, πάντα όμορφη, αιώνια νέα: Η ιστορία της Greta Garbo

Η ζωή της σταρ που μέχρι σήμερα παραμένει αξεπέραστη

πηγή: wikipedia.org
πηγή: wikipedia.org

Ο κόσμος έβλεπε τις ταινίες της όχι για την ενδιαφέρουσα υπόθεση, αλλά για την ίδια. Της άρεσε να υποδύεται τη γυναίκα που έχει απογοητευτεί από τον κόσμο, που ερωτεύεται παράφορα, βιώνει μία τραγωδία και είτε πεθαίνει, είτε αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον αγαπημένο της. Κανείς δεν μπορούσε να υποφέρει με τον τρόπο που υπέφερε εκείνη, κανείς δεν μπορούσε να φανεί ευάλωτος σαν εκείνη, κανείς δεν μπορούσε να περάσει στο κοινό τον πόνο όπως εκείνη.

Ήταν μυστηριώδης και απόμακρη. Οι άνδρες παρακαλούσαν για ένα της βλέμμα, οι γυναίκες ήθελαν να τις μοιάσουν. Σαν influencer άλλης εποχής, καθόριζε τις τάσεις της μόδας και της ομορφιάς. Όμως, όπως μπροστά από τις κάμερες, έτσι και πίσω, η Greta Garbo ήταν μόνη.

πηγή: wikipedia.org

Η καριέρα της διήρκησε μόλις 19 χρόνια. Γύρισε την τελευταία της ταινία το 1941, στα 36 της, όταν αποφάσισε να κάνει ένα «μικρό διάλειμμα» από το οποίο δεν επέστρεψε ποτέ. Κι όμως, μέχρι και σήμερα, όταν τα έργα της παίζονται στην τηλεόραση, η τηλεθέαση φτάνει ψηλά. Παραμένει μία από τις κορυφαίες ηθοποιούς της ιστορίας, πάντα όμορφη, αιώνια νέα.

Το 1930, την αποκάλεσαν Πρώτη Κυρία της Οθόνης κι όλοι πάλευαν να κατακτήσουν τη θέση της. «Η πιο θαυμαστή προσωπικότητα που έχει δει ποτέ η οθόνη», έγραψε ο Andre Sennwald στους New York Times . ΟAlistair Cooke την αποκάλεσε «φαντασίωση κάθε άνδρα». Οι Γάλλοι την έλεγαν La Divine (θεϊκή). Κι ο Kenneth Tynan δήλωνε ότι «Όσα βλέπει κανείς μεθυσμένος στις άλλες γυναίκες, το βλέπει νηφάλιος στην Garbo».

Για περισσότερα από πενήντα χρόνια, η ηθοποιός από τη Σουηδία παρέμενε αίνιγμα αδύνατο να λυθεί. Έκανε ό, τι περνούσε από το χέρι της για να παραμείνει μακριά από τα φλας των φωτογράφων και τους δημοσιογράφους. Παρά τις προσπάθειές της, όμως, να αποφύγει τη δημοσιότητα, έγινε μία από τις διασημότερες της ιστορίας. Πήγαινε κόντρα στους κανόνες που όριζε το Hollywood, δεν έδινε συνεντεύξεις παρά στην αρχή της καριέρας της, δεν πήγαινε καν στις πρεμιέρες των ταινιών της. Δεν απαντούσε στα γράμματα των θαυμαστών της. «Θέλω να με αφήσετε ήσυχη», έλεγε ξεκάθαρα, ξανά και ξανά.

Όσο εξωτική και λαμπερή φαινόταν στις ταινίες, τόσο απλή και μονότονη ήταν όταν τα φώτα έσβηναν. «Αισθάνομαι πως μπορώ να εκφραστώ μόνο μέσα απ’ τους ρόλους μου, όχι με λέξεις, και γι’ αυτό προσπαθώ να μη μιλάω στον Τύπο», ανέφερε σε σπάνια δήλωσή της. Όμως, οι εκδότες των εφημερίδων την ήθελαν στα πρωτοσέλιδα. Εκνευρίζονταν μαζί της και δημοσίευαν τα πάντα, αναγκάζοντάς τη να κρύβει το πρόσωπό της ακόμη κι όταν πήγαινε για ψώνια ή στο αεροδρόμιο.

Της «χρέωναν» ερωτικές σχέσεις και το γεγονός ότι δεν παντρεύτηκε ποτέ, έκανε το κοινό να αναρωτιέται. Κατά τη διάρκεια της ζωής της, ερωτεύτηκε τον ηθοποιό John Gilbert, τον συνθέτη Leopold Stokowski, το διατροφολόγο Gayelord Hauser, το Βαρόνο Erich Goldschmidt-Rothschild και τον George Schlee, ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της υψηλής ραπτικής.

Η περιουσία της, για την εποχή, ήταν αμύθητη – κέρδισε περισσότερα από τρία εκατομμύρια χάρη στον κινηματογράφο, ένα ποσό ρεκόρ. Επιπλέον, έκανε έξυπνες επενδύσεις σε ακίνητα κι αύξανε ακόμη περισσότερο τα έσοδά της. Κι όμως, η ζωή της ξεκίνησε από τα όρια της φτώχειας.

Γεννήθηκε στη Στοκχόλμη το Σεπτέμβριο του 1905 με το όνομα Greta Lovisa Gustafsson. Ο πατέρας της, Karl Alfred, ήταν ανειδίκευτος εργάτης και συχνά δεν είχε δουλειά. Ζούσαν όλοι μαζί σε μία κακόφημη γειτονιά κι εκείνος αρρώστησε βαριά. Η 13χρονη Greta, λοιπόν, αναγκάστηκε να εκαταλείψει το σχολείο για να τον φροντίσει. Όταν, ένα χρόνο αργότερα, άφησε την τελευταία του πνοή, η μικρή αναγκάστηκε να βρει ένα τρόπο για να βγάλει τα προς το ζην, αρχικά ως καθαρίστρια σ’ ένα κομμωτήριο κι έπειτα ως πωλήτρια στο εμπορικό κέντρο της περιοχής.

Η ομορφιά της δεν περνούσε απαρατήρητη, επομένως δεν άργησε να πρωταγωνιστήσει σε μία ταινία μικρού μήκους για το κατάστημα που εργαζόταν. Αμέσως, τράβηξε την προσοχή σκηνοθετών και κέρδισε τον πρώτο μεγάλο της ρόλο στο Peter the Tramp.

Χάρη στην ερμηνεία της, πήρε διετή υποτροφία για τη Βασιλική Ακαδημία Θεάτρου της Στοκχόλμης. Εκεί, συνάντησε έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του σουηδικού κινηματογράφου, Mauritz Stiller. Η 17χρονη κοπέλα τον εμπιστεύθηκε, εκείνος πήρε τον έλεγχο της ζωής της κι αποφάσισε να την κάνει σταρ. Της έδωσε το επώνυμο Garbo και την προσέλαβε ως ενζενί στην ταινία Saga of Costa Berling. Δεν πήγε καλά στη χώρα τους, όμως το Βερολίνο την αγάπησε. Ο παραγωγός Louis B. Mayer που παρακολούθησε το τετράωρο έργο, πρότεινε στον Stiller να συνεργαστούν. Εκείνος δέχθηκε, μ’ έναν όρο: Να υπογράψει συμβόλαιο και η προστατευόμενή του. «Στην Αμερική, στους άνδρες δεν αρέσουν οι παχουλές», μουρμούρησε εκείνος, όμως δεν μπορούσε να αρνηθεί.

Κι έτσι, ξεκίνησε η πορεία προς την κορυφή.

Όταν υποδύθηκε την κακιά μοιχαλίδα στο Flesh and the Devil, γνώρισε τον John Gilbert – ήταν η επιτομή της γοητείας στο βωβό κινηματογράφο. Οι ερωτικές τους σκηνές ηλέκτριζαν το κοινό, το οποίο τους ήθελε ζευγάρι και στην προσωπική ζωή. Οι φήμες που τους ήθελαν μαζί άρχισαν να οργιάζουν και η επιτυχία του έργου ήταν δεδομένη. Έπειτα, πρωταγωνίστησε στο Love και την Anna Karenina – δύο ακόμη θριάμβους.

Στην ταινία Flesh and the Devil με τον John Gilbert, πηγή: wikipedia.org

Μέσα σε μόλις δύο χρόνια, η Greta Garbo είχε γίνει superstar. Διαπραγματευόταν πάντα τους μισθούς της και διεκδικούσε όσα πίστευε ότι άξιζε – από τα 350 δολάρια που έλαβε για την πρώτη της ταινία, την επόμενη τριετία κέρδισε πέντε χιλιάδες. Τρία χρόνια μετά, έσπασε κάθε ρεκόρ με 270 χιλιάδες ανά παραγωγή.

Προχώρησε σε τρεις ακόμη βωβές ταινίες, τις The Divine Woman, The Mysterious Lady, A Woman of Affairs, Wild Orchids, The Single Standard και The Kiss. Όλες τους ήταν εξαιρετικά κερδοφόρες, ακόμη κι όταν ξεκίνησε η κυριαρχία του ομιλούντος κινηματογράφου.

Άργησε, όμως συμμετείχε κι εκείνη στη νέα μόδα των ταινιών, αφήνοντας πίσω της τους σιωπηλούς ρόλους. Η πρώτη της ατάκα, στην ταινία Anna Christie, έχει μείνει στην ιστορία. «Δώσε μου ένα ουίσκι με στο ginger ale στο πλάι –  και μην το τσιγκουνευτείς, μωρό μου». Για την προώθηση της δε, το μόνο slogan που χρησιμοποιήθηκε ήταν «H Garbo μιλάει!» κι «έσπασαν» τα ταμεία.

Έπαιξε στις Susan Lenox: Her Fall and Rise (1931), Mata Hari (1932), As You Desire Me (1932) και στη μεταφορά του μυθιστορήματος Grand Hotel στη μεγάλη οθόνη, που κέρδισε Oscar Φωτογραφίας το 1932.

Σιχαινόταν τη διαρκή έκθεση στην οποία την υπέβαλλε το επάγγελμά της κι απαγόρευε την είσοδο των επισκεπτών στο πλατό. Στα κοντινά πλάνα, τοποθετούνταν ειδικά διαχωριστικά γύρω από την ίδια και το σκηνοθέτη. «Όταν με βλέπουν, είμαι μία γυναίκα που κάνει γκριμάτσες μπροστά από μία κάμερα. Καταστρέφεται το όνειρο. Όταν είμαι μόνη, το πρόσωπό μου παίρνει εκφράσεις που δεν μπορεί να πάρει αλλιώς», είχε πει σε συνέντευξη.

Ο επαγγελματισμός της ήταν εκείνος που την κρατούσε στην κορυφή των προτιμήσεων σκηνοθετών και παραγωγών.

Το 1933, ήρθε η ταινία που της άλλαξε τη ζωή, την Queen Christina. Τα τελευταία πεντέμισι δευτερόλεπτα, ήταν ένα κοντινό πλάνο στο πρόσωπό της, ενώ βρισκόταν στην πλώρη ενός πλοίου. Η Βασίλισσα είχε εγκαταλείψει το θρόνο για χάρη του αγαπημένου της, ο οποίος ήταν πια νεκρός. Επέστρεφε το σώμα του πίσω στην Ισπανία, κάνοντας ένα ταξίδι στο πουθενά. Η έκφρασή της συγκρίνεται ακόμη μ’ εκείνη της Mona Lisa. Ο σκηνοθέτης Rouben Mamoulian της είχε πει ότι το κοινό πρέπει να τη δει και να καταλάβει τι σκέφτεται, της είπε να κάνει το πρόσωπό της μία μάσκα, «να μη σκέφτεσαι και να μη νιώθεις τίποτα».

Πενήντα χρόνια μετά, εκείνος αποκάλυψε πως συχνά, η καλλιτέχνιδα σκηνοθετούσε τον εαυτό της. «Όταν ήρθε η ώρα να γυρίσουμε την πρώτη ερωτική σκηνή, μου ζήτησε να φύγω. Τη ρώτησα γιατί. Απάντησε “Σε τέτοιες σκηνές, αφήνω μόνο τον cameraman και το φωτιστή κοντά μου. Ο σκηνοθέτης πηγαίνει να πιεί έναν καφέ ή ένα milkshake”. “Όταν σκηνοθετώ δεν πηγαίνω να πιώ τίποτα”, της είπα και, διστακτικά, με άφησε να μέινω.»

Παρά το τεράστιο ταλέντο της, όμως, δεν πήρε ποτέ Oscar Καλύτερης Ηθοποιού.

Το επαγγελματικό βήμα που δεν περίμενε κανείς, ήταν η στροφή στην κωμωδία, στη Ninotchka. «H Garbo γελάει», ήταν το διαφημιστικό slogan και, όπως θα περίμενε κανείς, ξεπούλησε. Η δεύτερη κωμωδία της, η πρώτη αποτυχία και τελευταία ταινία της ζωής της, ήταν η Two Faced Woman.

Εκείνη την εποχή ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Πολλοί την κατηγόρησαν ότι σε βοηθούσε τις δυνάμεις των Συμμάχων αλλά, το 1976, κυκλοφόρησε βιβλίο που περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο βοήθησε τη Μεγάλη Βρετανία στον αγώνα κατά των Ναζί.

Η σταρ ήλπιζε να επιστρέψει στη μεγάλη οθόνη μετά το τέλος του. Τα επαγγελματικά της σχέδια ήταν οργανωμένα για τις επόμενες δύο δεκαετίες, αλλά δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.

Γύρισε τον κόσμο, αποκαλούσε τον εαυτό της «ταξιδιώτισσα» και πήγαινε συχνά στην Ελβετία, την Ιταλία και τη Γαλλική Ριβιέρα. Έγινε Αμερικανίδα υπήκοος το 1951 και, για περισσότερα από σαράντα χρόνια, έμενε σ’ ένα διαμέρισμα στο Manhattan.

Περνούσε το χρόνο της μόνη, έκανε βόλτες και ψώνιζε. Ντυνόταν κομψά, με την τελευταία λέξη της μόδας και οι φίλοι της την περιέγραφαν ως έναν άνθρωπο με «παιδική αθωότητα». H πολύ κοντινή της Jane Gunther είχε πει πως «Είχε μία μαγεία, τόσο δύσκολο να περιγραφεί, και το μόνο που γνώριζαν όλοι, είναι ότι ήθελαν να την έχουν στη ζωή τους.»

Έφυγε από τη ζωή στις 15 Απριλίου 1990. Η πιο μυστηριώδης σταρ όλων των εποχών είναι αδύνατο να ξεχαστεί, ακόμη και τριάντα χρόνια μετά.

πηγή: wikipedia.org

«Η ζωή θα ήταν τόσο υπέροχη, αν ξέραμε μόνο τι να την κάνουμε» – Greta Garbo

 

Διαβάστε επίσης:

Anna Pavlova: Η ιστορία της κορυφαίας Ρωσίδας μπαλαρίνας

Audrey Hepburn: Η ιστορία πίσω από την ηθοποιό, φιλάνθρωπο και fashion icon

Πριγκίπισσα Diana: H influencer πριν τα social media

 

Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση